κλαυθμυρίζω: Difference between revisions
ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι") |
m (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[κλαυθμυρίζω]])<br />(για βρέφη) [[κλαίω]] [[συνεχώς]] και [[σιγανά]], [[σιγοκλαίω]], [[κλαψουρίζω]] ( | |mltxt=(Α [[κλαυθμυρίζω]])<br />(για βρέφη) [[κλαίω]] [[συνεχώς]] και [[σιγανά]], [[σιγοκλαίω]], [[κλαψουρίζω]] («τοῖσι δὲ παιδίοισι σπασμοὶ γίνονται, ἤν... ἐκπλαγέωσι καὶ κλαυθμυρίζωσι», Ιπποκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να κλαίει («μιμεῖσθαι τὰς τιτθάς, αἵτινες, [[ἐπειδὰν]] τὰ [[παιδία]] κλαυθμηρίσωσιν, εἰς παρηγορίαν τὸν μαστὸν ὑπέχουσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>κλαυθμυρίζομαι</i><br />[[κλαίω]] («τοῦ δὲ βρέφους κλαυθμυριζομένου», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλαυθμός]] <span style="color: red;">+</span> [[μύρομαι]] «[[ξεσπώ]] σε δάκρυα» [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 22:06, 24 May 2022
English (LSJ)
A make to weep, τὰ παιδία Plu.2.9a; τοὺς οἰκέτας prob. in Ath.8.364a:— Pass., weep, Pl.Ax.366d, Conon 48.4, D.S.4.20, etc. II intr. in Act., Hp.Prog.24, Sor.1.88.
German (Pape)
[Seite 1446] zum Weinen bringen; ἐπειδὰν τὰ παιδία κλαυθμυρίσωσι Plut. ed. lib. 12; Liban.; vgl. κολαβρίζω; – häufiger im med., weinen, winseln, bes. von kleinen Kindern; Plat. Az. 358 d; D. Sic. 4, 20; Plut. sent. san. conv. 3; Luc. Tox. 61. Nach Phot. auch κλαυμυρίζομαι.
Greek (Liddell-Scott)
κλαυθμῠρίζω: κάμνω τινὰ νὰ κλαύση, τὰ παιδία Πλούτ. 2. 9Α· τοὺς οἰκέτας Ἀθήν. 364Α (κατὰ Casaub.). ― Παθ., κλαίω, Πλάτ. Ἀξίοχ. 366D, Κόνων ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 141. 3, Διόδ. 4. 20, κτλ. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐν τῷ ἐνεργ., Ἱππ. Προγν. 46.
French (Bailly abrégé)
faire pleurer;
Moy. κλαυθμυρίζομαι pleurer.
Étymologie: κλαυθμός.
Greek Monolingual
(Α κλαυθμυρίζω)
(για βρέφη) κλαίω συνεχώς και σιγανά, σιγοκλαίω, κλαψουρίζω («τοῖσι δὲ παιδίοισι σπασμοὶ γίνονται, ἤν... ἐκπλαγέωσι καὶ κλαυθμυρίζωσι», Ιπποκρ.)
αρχ.
1. κάνω κάποιον να κλαίει («μιμεῖσθαι τὰς τιτθάς, αἵτινες, ἐπειδὰν τὰ παιδία κλαυθμηρίσωσιν, εἰς παρηγορίαν τὸν μαστὸν ὑπέχουσι», Πλούτ.)
2. μέσ. κλαυθμυρίζομαι
κλαίω («τοῦ δὲ βρέφους κλαυθμυριζομένου», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυθμός + μύρομαι «ξεσπώ σε δάκρυα» κατά τα ρ. σε -ίζω].
Greek Monotonic
κλαυθμῠρίζω: μέλ. -σω, κάνω κάποιον να κλάψει — Παθ., κλαίω, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
κλαυθμῠρίζω:
1) заставлять плакать, доводить до слез (τὰ παιδία Plut.);
2) med. плакать Plat., Diod., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλαυθμυρίζω [κλαυθμός] huilen ( m. n. van baby’s), ook med.