ἀμνεῖος: Difference between revisions
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἀμνειὸς και [[ἄμνιος]], ο (Α) [[ἀμνός]]<br />ο [[υμένας]] που καλύπτει το [[έμβρυο]].<br /> | |mltxt=ἀμνειὸς και [[ἄμνιος]], ο (Α) [[ἀμνός]]<br />ο [[υμένας]] που καλύπτει το [[έμβρυο]].<br />ἀμνεῖος, -εία, -εῖον, (Α) [[ἀμνός]]<br />αυτός που ανήκει σε αμνό ή προέρχεται από αυτόν, ο αρνήσιος. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:05, 27 May 2022
English (LSJ)
α, ον, A of lamb, ἀ. χλαῖνα lambskin cloak, Theoc.24.62:— also ἀμναῖος, PRev.Laws97.7 (iii B. C.). II ἀμνειός or ἄμνιος (sc. χιτών, ὑμήν), ὁ, inner membrane surrounding the foetus, Sor.1.58, Gal.UP15.4: also in neut. form ἀμνεῖον, τό, Hippiatr.14; cf. ἀμνίον.
German (Pape)
[Seite 126] vom Lamme, χλαῖνα Theocr. 24, 61.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμνεῖος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς ἀμνόν, «ἀρνίσιος», ἀμν. χλαῖνα, ἐπανωφόριον ἐκ δερμάτων ἀμνῶν, Θεοκρ. 24. 61.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
d’agneau.
Étymologie: ἀμνός.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): tb. ἀμνειός, -οῦ, ὁ Gal.2.902; ἄμνειος Gal.4.547; ἀμνίον Emp.B 70
1 de piel de cordero χλαῖνα Theoc.24.62.
2 subst. ὁ, τὸ ἀ. anat. amnios Emp.l.c., Gal.ll.cc., Sor.43.9, 44.4., Hdn.Gr.2.230, Hippiatr.14.11, Hsch.
Greek Monolingual
ἀμνειὸς και ἄμνιος, ο (Α) ἀμνός
ο υμένας που καλύπτει το έμβρυο.
ἀμνεῖος, -εία, -εῖον, (Α) ἀμνός
αυτός που ανήκει σε αμνό ή προέρχεται από αυτόν, ο αρνήσιος.
Greek Monotonic
ἀμνεῖος: -α, -ον (ἀμνός), αρνίσιος, ἀμν. χλαῖνα, αρνίσια προβιά που χρησιμ. ως κάπα, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμνεῖος: из шерсти ягнят (χλαῖνα Theocr.).