συνεξέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[εξέρχομαι]] [[μαζί]] με άλλον («Μανίω... συνεξῆλθεν εἰς τὴν Ἑλλάδα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) φέρομαι έξω ταυτοχρόνως («ἐὰν δὲ μὴ συνεξέλθῃ εὐθὺς τὸ [[ὕστερον]]... ἀποτέμνεται», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> επιτίθεμαι<br /><b>4.</b> [[καταλήγω]], [[αποβαίνω]] ταυτοχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]] («συνεξέρχεται τῇ ψευδεῑ... φαντασίᾳ», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>5.</b> (για αθλητές) [[φέρνω]] το ίδιο [[αποτέλεσμα]].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[εξέρχομαι]] [[μαζί]] με άλλον («Μανίω... συνεξῆλθεν εἰς τὴν Ἑλλάδα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) φέρομαι έξω ταυτοχρόνως («ἐὰν δὲ μὴ συνεξέλθῃ εὐθὺς τὸ [[ὕστερον]]... ἀποτέμνεται», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> επιτίθεμαι<br /><b>4.</b> [[καταλήγω]], [[αποβαίνω]] ταυτοχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]] («συνεξέρχεται τῇ ψευδεῖ... φαντασίᾳ», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>5.</b> (για αθλητές) [[φέρνω]] το ίδιο [[αποτέλεσμα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:50, 27 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξέρχομαι Medium diacritics: συνεξέρχομαι Low diacritics: συνεξέρχομαι Capitals: ΣΥΝΕΞΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: synexérchomai Transliteration B: synexerchomai Transliteration C: synekserchomai Beta Code: sunece/rxomai

English (LSJ)

A go or come out with, c. dat., Hdt.5.74, E.Hec.1012, Th.8.61, X.HG3.4.2. 2 of things, Hp.Nat.Hom. 14, Arist.HA587a17, GA783a36, Gal.18(1).135. 3 come out or result in identity with, τινι S.E.M.7.421.

German (Pape)

[Seite 1015] (s. ἔρχομαι), mit, zugleich herausgehen, τινί; Eur. Hec. 1012; Thuc. 8, 61; Xen. An. 7, 8, 6; bes. zum Angriff, Hell. 3, 4, 2 u. öfter, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξέρχομαι: ἐξέρχομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 5. 74, Εὐρ. Ἑκ. 1012, Θουκ. 8. 61, κτλ.· ἰδίως, ἐπιτίθεμαι, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 2. 2) ἐπὶ πραγμάτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 2, π. Ζ. Γεν. 5. 3, 23, κτλ. 3) καταλήγωἀπολήγω, ἀποβαίνω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 421.

French (Bailly abrégé)

sortir ou partir avec, particul. pour une expédition, τινι.
Étymologie: σύν, ἐξέρχομαι.

Greek Monolingual

Α
1. εξέρχομαι μαζί με άλλον («Μανίω... συνεξῆλθεν εἰς τὴν Ἑλλάδα», Πλούτ.)
2. (για πράγματα) φέρομαι έξω ταυτοχρόνως («ἐὰν δὲ μὴ συνεξέλθῃ εὐθὺς τὸ ὕστερον... ἀποτέμνεται», Αριστοτ.)
3. επιτίθεμαι
4. καταλήγω, αποβαίνω ταυτοχρόνως με κάτι άλλο («συνεξέρχεται τῇ ψευδεῖ... φαντασίᾳ», Σέξτ. Εμπ.)
5. (για αθλητές) φέρνω το ίδιο αποτέλεσμα.

Greek Monotonic

συνεξέρχομαι: αόρ. βʹ -εξῆλθον, αποθ., εξέρχομαι, βγαίνω έξω μαζί με κάποιον, τινι, σε Ηρόδ., Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εξέρχομαι mede naar buiten gaan of komen, samen (met...) eropuit gaan; met dat. met iem. of iets.

Russian (Dvoretsky)

συνεξέρχομαι:
1) вместе выходить, уезжать, отправляться (τινι Her.): Ἀντισθένει ἐπιβάτης ξυνεξῆλθε Thuc. он отправился с Антисфеном в качестве военного моряка; χρήματα οἷς συνεξῆλθον Eur. имущество, которое я вывезла с собой;
2) одновременно выделяться (μετὰ τοῦ θερμοῦ συνεξέρχεται τὸ ὑγρόν Arst.);
3) одновременно получаться (в результате) (τινι Sext.).

Middle Liddell

aor2 -εξῆλθον
Dep.:— to go or come out with, τινι Hdt., Eur.