θοινατικός: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=θοινᾱτικός, ή, όν | |mdlsjtxt=θοινᾱτικός, ή, όν, of or for a [[feast]], Xen. [from [[θοινάω]]] | ||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 31 May 2022
English (LSJ)
ή, όν, of a feast or for a feast, X.Oec.9.7 (v.l. θοινατητικός).
German (Pape)
[Seite 1213] zum Schmause gehörig, ὄργανα Xen. Oec. 9, 7.
Greek (Liddell-Scott)
θοινατικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμπόσιον, Ξεν. Οἰκ. 9. 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les festins, de festin.
Étymologie: θοίνη.
Greek Monolingual
θοινατικός, -ή, -όν (Α) θοινώ
αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο συμπόσιο («θοινατικά ὄργανα», Ξεν.).
Greek Monotonic
θοινᾱτικός: -ή, -όν, αυτός που χαρακτηρίζει ή αναφέρεται σε συμπόσιο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
θοινᾱτικός: пиршественный, обеденный (ὄργανα Xen.).