διατυπώνω: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM διατυπῶ, -όω)<br />[[δίνω]] τύπο (μορφὴ) σε [[σκέψη]], [[ιδέα]] κ.λπ., [[διαμορφώνω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σημαίνω]], [[δείχνω]], [[εννοώ]] («καθὼς ἂν αὐτοὶ διατυπώσητε»)<br /><b>2.</b> [[κανονίζω]], [[προετοιμάζω]]<br /><b>3.</b> [[συμβολίζω]] («οἱ [[δέκα]] ἀπόστολοι... τὴν ἀόρατον διετύπουν... [[δεκάδα]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκέφτομαι]], [[φαντάζομαι]], [[σχηματίζω]] στο [[μυαλό]] μου<br /><b>2.</b> [[παριστώ]], [[εικονίζω]] («ἐπὶ τοῦ ἱεροῡ καλουμένου πυλῶνος διατετύπωται [[παιδίον]] [[μετὰ]] γενέσεως [[σύμβολον]]»)<br /><b>3.</b> [[θεσπίζω]], [[ρυθμίζω]], [[καθορίζω]] («ἡμέραν δ' ευχῶν ἡγεῖσθαι... διετύπου»)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] κανονισμένος με [[συμφωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] δουλειά, [[προσλαμβάνω]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[δείχνω]], [[παρουσιάζω]]<br /><b>3.</b> (για σφραγίδες) [[είμαι]] χαραγμένος.
|mltxt=(AM διατυπῶ, -όω)<br />[[δίνω]] τύπο (μορφὴ) σε [[σκέψη]], [[ιδέα]] κ.λπ., [[διαμορφώνω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σημαίνω]], [[δείχνω]], [[εννοώ]] («καθὼς ἂν αὐτοὶ διατυπώσητε»)<br /><b>2.</b> [[κανονίζω]], [[προετοιμάζω]]<br /><b>3.</b> [[συμβολίζω]] («οἱ [[δέκα]] ἀπόστολοι... τὴν ἀόρατον διετύπουν... [[δεκάδα]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκέφτομαι]], [[φαντάζομαι]], [[σχηματίζω]] στο [[μυαλό]] μου<br /><b>2.</b> [[παριστώ]], [[εικονίζω]] («ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ καλουμένου πυλῶνος διατετύπωται [[παιδίον]] [[μετὰ]] γενέσεως [[σύμβολον]]»)<br /><b>3.</b> [[θεσπίζω]], [[ρυθμίζω]], [[καθορίζω]] («ἡμέραν δ' ευχῶν ἡγεῖσθαι... διετύπου»)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] κανονισμένος με [[συμφωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] δουλειά, [[προσλαμβάνω]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[δείχνω]], [[παρουσιάζω]]<br /><b>3.</b> (για σφραγίδες) [[είμαι]] χαραγμένος.
}}
}}

Latest revision as of 19:50, 13 June 2022

Greek Monolingual

(AM διατυπῶ, -όω)
δίνω τύπο (μορφὴ) σε σκέψη, ιδέα κ.λπ., διαμορφώνω
μσν.
1. σημαίνω, δείχνω, εννοώ («καθὼς ἂν αὐτοὶ διατυπώσητε»)
2. κανονίζω, προετοιμάζω
3. συμβολίζω («οἱ δέκα ἀπόστολοι... τὴν ἀόρατον διετύπουν... δεκάδα»)
μσν.-αρχ.
1. σκέφτομαι, φαντάζομαι, σχηματίζω στο μυαλό μου
2. παριστώ, εικονίζω («ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ καλουμένου πυλῶνος διατετύπωται παιδίον μετὰ γενέσεως σύμβολον»)
3. θεσπίζω, ρυθμίζω, καθορίζω («ἡμέραν δ' ευχῶν ἡγεῖσθαι... διετύπου»)
4. παθ. είμαι κανονισμένος με συμφωνία
αρχ.
1. δίνω δουλειά, προσλαμβάνω κάποιον
2. δείχνω, παρουσιάζω
3. (για σφραγίδες) είμαι χαραγμένος.