ω: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
mNo edit summary |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὦ]], ΝΜΑ, και [[ὤ]] Α<br />[[επιφώνημα]] που χρησιμοποιείται: 1. για να δηλώσει: α) [[χαρά]], [[έκπληξη]], θαυμασμό<br />β) [[λύπη]], πόνο (α. «ω [[δυστυχία]] μου!» β. «ὢ [[τάλας]] [[ἐγώ]]», <b>Σοφ.</b>)<br />γ) [[παράπονο]], [[αγανάκτηση]], [[οργή]] (α. «ω [[κακό]] που μέ βρήκε!» β. «ὢ ὢ [[κακά]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (στην αρχ. και μσν. [[κυρίως]] στον τ. <i>ὦ</i>) σε [[κλητική]] [[προσφώνηση]] και, [[ιδίως]], σε [[επίκληση]] θεών (α. «ω θεοί, ω δαίμονες» β. «ὦ Ζεῡ τε καὶ Γῆ καὶ | |mltxt=[[ὦ]], ΝΜΑ, και [[ὤ]] Α<br />[[επιφώνημα]] που χρησιμοποιείται: 1. για να δηλώσει: α) [[χαρά]], [[έκπληξη]], θαυμασμό<br />β) [[λύπη]], πόνο (α. «ω [[δυστυχία]] μου!» β. «ὢ [[τάλας]] [[ἐγώ]]», <b>Σοφ.</b>)<br />γ) [[παράπονο]], [[αγανάκτηση]], [[οργή]] (α. «ω [[κακό]] που μέ βρήκε!» β. «ὢ ὢ [[κακά]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (στην αρχ. και μσν. [[κυρίως]] στον τ. <i>ὦ</i>) σε [[κλητική]] [[προσφώνηση]] και, [[ιδίως]], σε [[επίκληση]] θεών (α. «ω θεοί, ω δαίμονες» β. «ὦ Ζεῡ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απλό και αυθόρμητο [[επιφώνημα]], που συνδέεται πιθ. με τα λατ. <i>ō</i>, <i>ō</i><i>h</i>, γοτθ. <i>ο</i>, λιθουαν. <i>o</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:35, 13 June 2022
Greek Monolingual
ὦ, ΝΜΑ, και ὤ Α
επιφώνημα που χρησιμοποιείται: 1. για να δηλώσει: α) χαρά, έκπληξη, θαυμασμό
β) λύπη, πόνο (α. «ω δυστυχία μου!» β. «ὢ τάλας ἐγώ», Σοφ.)
γ) παράπονο, αγανάκτηση, οργή (α. «ω κακό που μέ βρήκε!» β. «ὢ ὢ κακά», Αισχύλ.)
2. (στην αρχ. και μσν. κυρίως στον τ. ὦ) σε κλητική προσφώνηση και, ιδίως, σε επίκληση θεών (α. «ω θεοί, ω δαίμονες» β. «ὦ Ζεῡ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απλό και αυθόρμητο επιφώνημα, που συνδέεται πιθ. με τα λατ. ō, ōh, γοτθ. ο, λιθουαν. o].