ω
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
Greek Monolingual
ὦ, ΝΜΑ, και ὤ Α
επιφώνημα που χρησιμοποιείται: 1. για να δηλώσει: α) χαρά, έκπληξη, θαυμασμό
β) λύπη, πόνο (α. «ω δυστυχία μου!» β. «ὢ τάλας ἐγώ», Σοφ.)
γ) παράπονο, αγανάκτηση, οργή (α. «ω κακό που μέ βρήκε!» β. «ὢ ὢ κακά», Αισχύλ.)
2. (στην αρχ. και μσν. κυρίως στον τ. ὦ) σε κλητική προσφώνηση και, ιδίως, σε επίκληση θεών (α. «ω θεοί, ω δαίμονες» β. «ὦ Ζεῡ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απλό και αυθόρμητο επιφώνημα, που συνδέεται πιθ. με τα λατ. ō, ōh, γοτθ. ο, λιθουαν. o].