ὦ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
and ὤ, an exclamation, expressing surprise, joy, or pain,
A O! oh! with nom., ὢ τάλας ἐγώ S.Aj.981, etc.; ὢ ἔβενος, ὢ χρυσός Theoc.15.123: also c. gen., ὢ τῆς ἀναισχυντίας Luc.Pisc.5; with interrog., ὤ, τί λέγεις; Pl.Prt. 309d; in the middle of a sentence, E.Hipp.362 (lyr.), al.
II with voc., a mode of address, whether at the beginning of a sentence or in a parenthesis, ὦ Ἀχιλεῦ Il.1.74, etc., especially in dialogue and Oratt., ἐβουλόμην, ὦ ἄνδρες, τὴν δύναμιν κτλ. Antipho.5.1; in invocations of the gods, ὦ Ζεῦ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί A.Th.69, etc.; with imper., ὦ χαῖρε Id.Ag.22, S.Aj. 91; ὦ πρὸς θεῶν ὕπεικε ib.371, cf. D.21.98: sometimes following the Verb, E.Tr.335 (lyr.); in different number from the voc., προσέλθετ', ὦ παῖ, πατρί S.OC1104, cf. 1112, Sch.Ar.Pl.66.
2 with nom. instead of voc., ὦ δῐος αἰθήρ, ὦ φίλος, A.Pr.88, 545; ὦ γενναῖος Pl. Phdr.227c; ὦ οὗτος Αἴας S.Aj.89; ὦ οὗτος οὗτος Οἰδίπους Id.OC 1627; also οὗτος, ὦ σέ τοι (sc. καλῶ) Ar.Av.274.
3 with both together, φίλος ὦ Μενέλαε Il.4.189; ὦ τλάμων πάτερ S.Aj.641 (lyr., τλᾶμον codd. rec., edd.).
4 with the latter of two nouns, Ἀγάμεμνον, ὦ Μενέλαε Id.Ph.794.—In the first sense usually written ὤ, in the second ὦ: [τὸ ὢ] ἡνίκα θαυμαστικὸν λαμβάνεται βαρύνεται, καὶ χωρεῐ εἰς ἐπιρρηματικὴν σύνταξιν, οἷον ὢ Ἡρακλῆς EM79.13: Thom.Mag. p.408R. prescribes ὢ with the gen., but ὦ with the voc., e.g. ὦ Ἡράκλεις, where the whole expression, and not merely the ὤ (ὦ,) expresses surprise (but A.D.Adv.127.24 seems to imply ὦ in both senses); ὤ as an exclamation is found in forms like ὤ μοι, ὤ μοι ἐγώ, ὢ πρὸς τῶν θεῶν D. l. c.: but ὦ πόποι δυσὶ τόνοις χρῆται Hdn.Gr.1.503, so that ὢ πόποι is improbable, cf. Theognost.Can.158 (as emended by Lehrs Aristarch.3p.119); ᾤμοι and ὤμοι are both recognized by EM822.33, cf. Lex.Mess.p.413; ωιμ' Sapph.Supp.23.4; in E., when it stands in the middle of a sentence, it should be written ὤ, Hipp.362, al.: sometimes doubled, ὢ ὢ κακά A.Ag.1214; ἰὼ ὢ ὤ S.OC 224 (v.l. ὣ ὣ ὣ); written ὼ ώ in Pap. of S.Ichn.61; tripled, ὢ ὢ ὤ A.Pers.985 (lyr., prob.). To those who (like D.T.640.11, cf. Sch. D.T.p.257H.) took ὦ for the voc. of the Art. ὁ, A.D.Synt.45.22-53 replies at length.
German (Pape)
[Seite 1406] und ὤ, 1) oh! ein Ausruf, bes. des Erstaunens, der Überraschuug; auch der Freude, wie des Schmerzes, in diesem Falle gew. ὤ accentuirt, so ὤ μοι, ὤ μοι ἐγώ und ὢ πόποι, Hom. (vgl. οἴμοι) und Tragg., Soph. O. C. 224 Ai. 365 Ant. 1304; ὢ τί λέγεις Plat. Prot. 309 d; Phaedr. 227 c. – 2) mit dem Vocativ (nur ὦ accentuirt) verbunden ist es bloßer Zuruf, der die Anrede verstärkt, und im Deutschen durch o – gew. etwas zu stark wiedergegeben wird, zumal im Dialog der Attiker. Von Hom. an überall; oft weit getrennt von seinem Vocativ, vgl. Soph. Phil. 3. 1338 u. sonst. Nach Herm. Soph. O. C. 172. 1350 wird ὦ vor ἄνδρες nur in der zornigen Rede fortgelassen; vgl. Xen. An. 7, 3,3. – Zu bemerken ist die Umstellung, ὦ χαῖρε λαμπτὴρ νυκτός Aesch. Ag. 22, vgl. Suppl. 597; ὦ χαῖρ' Ἀθάνα Soph. Ai. 91; El. 656; ὦ πρὸς θεῶν ὕπεικε 364; Eur. Or. 544. 1037. – Bei den Tragg. vertheidigt Reisig enarr. Soph. O. C. 816 die Schreibung ᾤ μοι, was aber dann mit Elms!. richtiger οἴ μοι zu schreiben wäre; vgl. Apoll. Dysc. de adv. p. 536, 37 de pron. p. 42 u. Ellendt lex. Soph. h. v.
French (Bailly abrégé)
1interj.
pour adresser la parole à qqn :
I. avec le voc. : ὦ βασιλεῦ HDT ô roi ! ; ὦ Ζεῦ πάτερ ESCHL ô Zeus vénéré ! ; ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ô Athéniens ! qqf séparé du voc. : ὦ χαῖρ’, Ἀθάνα SOPH salut, Athéna ! ; ὦ χαῖρε λαμπτὴρ νυκτός ESCHL salut, flambeau de la nuit !;
II. dev. un nomin. : ὦ φίλος ESCHL ô ami ! particul. dev. οὗτος : ὦ οὗτος SOPH eh toi !;
III. dev. la formule d'invocation πρός (au nom de) suivi d'un impér. : ὦ πρὸς θεῶν, ὕπεικε SOPH au nom des dieux, oh ! cède !.
2ᾖς, ᾖ;
sbj. prés. de εἰμί.
English (Autenrieth)
O, interjection used w. voc.; placed between adj. and subst., Od. 4.206. With synizesis, Od. 17.375.
English (Slater)
ὦ (with crasis, (P. 4.250), (P. 8.67), 80, (I. 1.6), (I. 5.6), Πα. 13. d. 4, fr. 205. 2: v. esp. Kambylis, Anredeformen, 184ff.) in invocation, address ἀλλ' ὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας (O. 2.12) [ἀλλ' ὦ Κρόνου παῖ (v.l. ἀλλὰ) (O. 4.6) ] ὦ πολιάοχε Παλλάς (O. 5.10) ὦ Φίντις, ἀλλὰ (O. 6.22) ὦ παῖ Σωστράτου (O. 6.80) ἀλλ' ὦ Ζεῦ πάτερ (O. 7.87) μᾶτερ ὦ Οὐλυμπία (O. 8.1) ἀλλ' ὦ Πίσας ἄλσος (O. 8.9) ὦ Μοῖσ, ἀλλὰ σὺ (O. 10.3) ὦ Μοῖσαι (O. 11.17) ὦ Χάριτες (O. 14.3) <ὦγτ; πότνἰ Ἀγλαία (supp. Boeckh: om. codd.) (O. 14.13) ὦ φίλε (P. 1.92) μεγαλοπόλιες ὦ Συράκοσσαι (P. 2.1) ὦ Δεινομένειε παῖ (P. 2.18) ὦ μάκαρ υἱὲ Πολυμνάστου (P. 4.59) “ὦ ξεῖν” (P. 4.97) ὦ Ἀρκεσίλα (P. 4.250) ὦ θεόμορ' Ἀρκεσίλα, σύ τοι (P. 5.5) [ὦ (codd. contra metr.: ὁμοῖα Hartung) (P. 5.118) ] ὦ Μεγάκλεες (P. 7.17) Ἡσυχία, Δίκας ὦ μεγιστόπολι θύγατερ (P. 8.2) ὦ παῖ (P. 8.33) ὦναξ (P. 8.67) ὦ Ἀριστόμενες (P. 8.80) “ὦ ἄνα” (P. 9.44) ὦ Τελεσίκρατες (P. 9.100) ὦ παῖδες Ἁρμονίας (P. 11.7) ὦ φίλοι (P. 11.38) ὦ ἄνα (P. 12.3) ὦ Τιμόδημε, σὲ δ (N. 2.14) ὦ πολῖται (N. 2.24) ὦ πότνια Μοῖσα (N. 3.1) ὦ μάκαρ (N. 7.94) ὦ Μέγα (N. 8.44) εἶξον, ὦ Ἀπολλωνιάς (I. 1.6) ὦ Θρασύβουλε (I. 2.1), (I. 2.31) ὦ Μέλισσ (I. 4.2) διὰ τεάν, ὤνασσα, τιμὰν (I. 5.6) ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον, ὦ Ζεῦ (I. 6.3) ὔμμε, ὦ χρυσάρματοι Αἰακίδαι (I. 6.19) “ὦ Ζεῦ πάτερ” (I. 6.42) “ἔσσεταί τοι παῖς ὃν αἰτεῖς, ὦ Τελαμών” (I. 6.52) ὦ Μοῖσα (I. 6.57) ὦ μάκαιρα Θήβα (I. 7.1) ἄμμι δ, ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων, πόρε, Λοξία (I. 7.49) ὦ νέοι (I. 8.1) χαῖῤ, ὦ θεοδμάτα πόντου θύγατερ fr. 33c. 1. “ὦ τέκνον” fr. 43. 1. ὦ] Διὸς Ἑλλανίου φαεννὸν ἄστρον (Pae. 6.125) ὦ βαθυδ[ Πα. 7C. c. 2. ὦ Μοῖσαι (Pae. 8.65) ὦ παναπ[ εὐ]ρύοπα Κρονίων Πα. 8A. 14. ἀκτὶς ἀελίου ὦ μᾶτερ ὀμμάτων (Pae. 9.2) ὦ πότνια (Pae. 9.10) ὦναξ Πα. 13. d. 4. ὦ μα[ Δ. 4. h. 10. ὦ ταὶ λιπαραὶ Ἀθᾶναι fr. 76. ὦ Ζε[ῦ Παρθ. 2. . ἄγοις, ὦ κλυτά, θεράποντα, Λατοῖ fr. 94c. 3. ὦ Πάν fr. 95. 1. ὦ μάκαρ fr. 96. 1. ὦ παῖδες fr. 122. 7. ὦ Κύπρου δέσποινα fr. 122. 18. ὦ Θρασύβουλ fr. 124. 1. ὦ τάλας ἐφάμερε fr. 157. ὤνασσ' Ἀλάθεια fr. 205. 2. ὦ τάν fr. 215. 4.
English (Strong)
a primary interjection; as a sign of the vocative case, O; as a note of exclamation, oh: O.
including the oblique forms, as well as es; e; etc. the subjunctive of εἰμί; (may, might, can, could, would, should, must, etc.; also with εἰ and its comparative, as well as with other particles) be: + appear, are, (may, might, should) be, X have, is, + pass the flower of her age, should stand, were.
English (Thayer)
an interjection, prefixed to vocatives (on its use in the N.T. cf. Buttmann, 140 (122); (Winer's Grammar, § 29,3)), O; it is used a. in address: ὦ Θεόφιλε, Tdf. ὦ (ex errore); on the passages which follow cf. Buttmann, as above); st Lachmann ὦ; cf. Chandler §§ 902and especially 904); of reproof, Winer's Grammar, § 29,2), Homer down.))
Greek Monotonic
ὦ: και ὤ,
1. επιφών. που εκφράζει θαυμασμό, έκπληξη, αλλά επίσης χαρά και πόνο, όπως το δικό μας Ω! Ωχ!· με ονομ., ὢ τάλας ἐγώ, σε Σοφ. κ.λπ.· με γεν., ὢ χρυσῶ, σε Θεόκρ.
2. με κλητ. είναι απλή προσφώνηση, π.χ. ως επίκληση θεών, ὦ θεοί, ὦ Ζεῦ κ.λπ.· με προστ., ὦ χαῖρε, σε Αισχύλ. Στην πρώτη περίπτωση συνήθως γράφεται ὤ, στη δεύτερη ὦ.
Russian (Dvoretsky)
ὦ:
I зват. частица в обращении при voc., редко при nom. о! (обычно не переводится): ὦ σοφώτατοι θεαταί! Arph. просвещеннейшие зрители!; ὦ ξένοι, μείνατε! Soph. останьтесь, чужеземцы!; οὐδὲν πρᾶγμα, ὦ Σώκρατες Plat. не беда, Сократ; ὦ οὗτος οὑτος, Οἰδίπους! Soph. ну же, Эдип!; ὦ πρὸς θεῶν, φράσον Soph. ради богов, скажи.
II praes. conjct. к εἰμί.
Middle Liddell
1. and ὤ, Exclamation, expressing surprise, but also joy and pain, like our O! oh! with nom., ὢ τάλας ἐγώ Soph., etc.; with genitive, ὢ χρυσῶ Theocr.
2. with vocat. it is a mere address, ὦ θεοί, ὦ Ζεῦ, etc.; with imperat., ὦ χαῖρε Aesch.—In the first sense it is usually written ὤ, in the second ὦ.
Chinese
原文音譯:ð 哦
詞類次數:質詞(16)
原文字根:哦
字義溯源:哦(感嘆語氣),啊,阿,哪,噯,哉;將希臘文末一字母當作感嘆詞用:哦!
出現次數:總共(17);太(2);可(1);路(2);徒(4);羅(4);加(1);提前(2);雅(1)
譯字彙編:
1) 哪(4) 徒18:14; 羅2:1; 羅2:3; 羅9:20;
2) 噯(3) 太17:17; 可9:19; 路9:41;
3) 阿(3) 太15:28; 徒1:1; 徒27:21;
4) 哪!(2) 加3:1; 雅2:20;
5) 哦(2) 路24:25; 徒13:10;
6) 阿!(2) 提前6:11; 提前6:20;
7) 哉!(1) 羅11:33
原文音譯:W 哦姆瓜
詞類次數:字母(4)
原文字根:哦姆瓜
字義溯源:俄梅憂;希臘文的最末了一個字母,字義:最終。俄梅憂是這字的音譯:譯字彙編:1)俄梅戛(4) 啓1:8; 啓1:11; 啓21:6; 啓22:13;
出現次數:總共(4);啓(4)