ἀμόλυντος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>act. [[no manchadizo]], [[que no deja mancha]] τὸ δὲ πηγνύμενον ἀμόλυντόν ἐστι Olymp.<i>in Mete</i>.307.1.<br /><b class="num">2</b> tb. act., de emplastos y otras sustancias [[que no deja mancha]], [[que no se pega]], [[solidificado]] κίνει ἄχρις ἀμολύντου Crito en Gal.12.487, ἀμόλυντα εἶναι καὶ μὴ περιρρεῖν Antyll. en Orib.9.24.4, ἕψε [[ἔλαιον]] ... ἕως ἀμόλυντον γένηται Philum.<i>Ven</i>.10.8.<br /><b class="num">3</b> pas. [[no manchado]], [[limpio]] ὀφθαλμὸς ἀπαθὴς καὶ ἀ. Clem.Al.<i>Strom</i>.6.15.119<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[limpieza]], [[higiene]] (en el comer), Muson.<i>Fr</i>.18B.<br /><b class="num">II</b> fig. de pers. y abstr. [[puro]], [[inmaculado]] θυγατρὶ παρθένῳ ἀμολύντῳ γλυκυτάτῃ <i>IG</i> 14.264 (Agrigento), φυλάξειν ἀμόλυντον (τὴν κόρην) X.Eph.2.9.4<br /><b class="num">•</b>de abstr. πνεῦμα LXX <i>Sap</i>.7.22, κάθαρσις Arr.<i>Epict</i>.4.11.8, φύσις Gr.Nyss.M.44.1144A<br /><b class="num">•</b>c. gen. κακίης [[ἀμόλυντος]] ... λογισμός razonamiento limpio de maldad</i> Heliod. en Gal.14.145.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[sin mancha]] ἀ. ἐνεργούμενα ... ἔργα Cyr.Al.M.69.824C.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>act. [[no manchadizo]], [[que no deja mancha]] τὸ δὲ πηγνύμενον ἀμόλυντόν ἐστι Olymp.<i>in Mete</i>.307.1.<br /><b class="num">2</b> tb. act., de emplastos y otras sustancias [[que no deja mancha]], [[que no se pega]], [[solidificado]] κίνει ἄχρις ἀμολύντου Crito en Gal.12.487, ἀμόλυντα εἶναι καὶ μὴ περιρρεῖν Antyll. en Orib.9.24.4, ἕψε [[ἔλαιον]] ... ἕως ἀμόλυντον γένηται Philum.<i>Ven</i>.10.8.<br /><b class="num">3</b> pas. [[no manchado]], [[limpio]] ὀφθαλμὸς ἀπαθὴς καὶ ἀ. Clem.Al.<i>Strom</i>.6.15.119<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[limpieza]], [[higiene]] (en el comer), Muson.<i>Fr</i>.18B.<br /><b class="num">II</b> fig. de pers. y abstr. [[puro]], [[inmaculado]] θυγατρὶ παρθένῳ ἀμολύντῳ γλυκυτάτῃ <i>IG</i> 14.264 (Agrigento), φυλάξειν ἀμόλυντον (τὴν κόρην) X.Eph.2.9.4<br /><b class="num">•</b>de abstr. πνεῦμα [[LXX]] <i>Sap</i>.7.22, κάθαρσις Arr.<i>Epict</i>.4.11.8, φύσις Gr.Nyss.M.44.1144A<br /><b class="num">•</b>c. gen. κακίης [[ἀμόλυντος]] ... λογισμός razonamiento limpio de maldad</i> Heliod. en Gal.14.145.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[sin mancha]] ἀ. ἐνεργούμενα ... ἔργα Cyr.Al.M.69.824C.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμόλυντος]], -ον) [[μολύνω]]<br />(με [[ηθική]] [[σημασία]]) [[αμίαντος]], [[ακηλίδωτος]], [[καθαρός]], [[άσπιλος]], [[αγνός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν μολύνθηκε ή δεν μπορεί να μολυνθεί (π. χ. από μικρόβια).
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμόλυντος]], -ον) [[μολύνω]]<br />(με [[ηθική]] [[σημασία]]) [[αμίαντος]], [[ακηλίδωτος]], [[καθαρός]], [[άσπιλος]], [[αγνός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν μολύνθηκε ή δεν μπορεί να μολυνθεί (π. χ. από μικρόβια).
}}
}}

Revision as of 15:45, 20 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμόλυντος Medium diacritics: ἀμόλυντος Low diacritics: αμόλυντος Capitals: ΑΜΟΛΥΝΤΟΣ
Transliteration A: amólyntos Transliteration B: amolyntos Transliteration C: amolyntos Beta Code: a)mo/luntos

English (LSJ)

ον, (μολύνω) A undefiled, LXX Wi.7.22, X.Eph.2.9, Muson.Fr.18Bp.105 H., Arr.Epict.4.11.8; παρθένος IG14.264 (Agrigentum). II Act., not leaving any stain, κινεῖν μέχρι ἀμολύντου Crito ap.Gal.12.487, cf. Antyll. ap. Orib.9.24.4, Olymp.in Mete.307.1.

German (Pape)

[Seite 127] unbefleckt, Sp. Bei Galen. auch: nicht schmutzend.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμόλυντος: -ον, (μολύνω) = ἀμίαντος, Ἑβδ., Ξεν. Ἐφεσ. 2. 9, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 167, ἐν τέλ. ΙΙ. ὁ μὴ μολύνων, μὴ καταλείπων σημεῖόν τι ἢ κηλῖδα, Γαλην., κτλ. - Ἐπίρρ. -τως Ἐπιφάν.

Spanish (DGE)

-ον
I 1act. no manchadizo, que no deja mancha τὸ δὲ πηγνύμενον ἀμόλυντόν ἐστι Olymp.in Mete.307.1.
2 tb. act., de emplastos y otras sustancias que no deja mancha, que no se pega, solidificado κίνει ἄχρις ἀμολύντου Crito en Gal.12.487, ἀμόλυντα εἶναι καὶ μὴ περιρρεῖν Antyll. en Orib.9.24.4, ἕψε ἔλαιον ... ἕως ἀμόλυντον γένηται Philum.Ven.10.8.
3 pas. no manchado, limpio ὀφθαλμὸς ἀπαθὴς καὶ ἀ. Clem.Al.Strom.6.15.119
subst. τὸ ἀ. limpieza, higiene (en el comer), Muson.Fr.18B.
II fig. de pers. y abstr. puro, inmaculado θυγατρὶ παρθένῳ ἀμολύντῳ γλυκυτάτῃ IG 14.264 (Agrigento), φυλάξειν ἀμόλυντον (τὴν κόρην) X.Eph.2.9.4
de abstr. πνεῦμα LXX Sap.7.22, κάθαρσις Arr.Epict.4.11.8, φύσις Gr.Nyss.M.44.1144A
c. gen. κακίης ἀμόλυντος ... λογισμός razonamiento limpio de maldad Heliod. en Gal.14.145.
III adv. -ως sin mancha ἀ. ἐνεργούμενα ... ἔργα Cyr.Al.M.69.824C.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμόλυντος, -ον) μολύνω
(με ηθική σημασία) αμίαντος, ακηλίδωτος, καθαρός, άσπιλος, αγνός
νεοελλ.
αυτός που δεν μολύνθηκε ή δεν μπορεί να μολυνθεί (π. χ. από μικρόβια).