ἐπιφάσκω: Difference between revisions

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
m (Text replacement - "ᾱσθαι" to "ᾶσθαι")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιφάσκω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ισχυρίζομαι]], [[διαβεβαιώνω]], [[υπόσχομαι]] («οἱ τὴν δέσποιναν ἐπιφάσκοντες ἰᾱσθαι», Ευσ.)<br /><b>2.</b> (με έναρθρο επίθ.) [[προσποιούμαι]], [[παριστάνω]], [[υποκρίνομαι]] («ἐπιφάσκων τὸν [[πάνυ]] [[πλούσιον]]», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[φάσκω]], παράλλ. τ. του [[φημί]] «[[λέγω]]»].
|mltxt=[[ἐπιφάσκω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ισχυρίζομαι]], [[διαβεβαιώνω]], [[υπόσχομαι]] («οἱ τὴν δέσποιναν ἐπιφάσκοντες ἰᾶσθαι», Ευσ.)<br /><b>2.</b> (με έναρθρο επίθ.) [[προσποιούμαι]], [[παριστάνω]], [[υποκρίνομαι]] («ἐπιφάσκων τὸν [[πάνυ]] [[πλούσιον]]», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[φάσκω]], παράλλ. τ. του [[φημί]] «[[λέγω]]»].
}}
}}

Revision as of 16:02, 28 July 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφάσκω Medium diacritics: ἐπιφάσκω Low diacritics: επιφάσκω Capitals: ΕΠΙΦΑΣΚΩ
Transliteration A: epipháskō Transliteration B: epiphaskō Transliteration C: epifasko Beta Code: e)pifa/skw

English (LSJ)

A pretend, profess, c. inf., εἰδέναι σαφῶς Ph.1.457; ἰᾶσθαι Id. ap. Eus.PE8.14; act a part, ἐ. τὸν [σεμνόν] Phld.Vit.p.36J.; τὸν πλούσιον Ph.2.536.

German (Pape)

[Seite 999] (s. φάσκω), aussagen, behaupten, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφάσκω: διισχυρίζομαι, ἐπαγγέλλομαι, διαβεβαιῶ, μετ’ ἀπαρ., Φίλων παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 388D· προσποιοῦμαι, ὑποκρίνομαι, ἐπ. τὸν πλούσιον ὁ αὐτ. 2. 536.

French (Bailly abrégé)

alléguer, déclarer.
Étymologie: ἐπί, φάσκω.

Greek Monolingual

ἐπιφάσκω (Α)
1. ισχυρίζομαι, διαβεβαιώνω, υπόσχομαι («οἱ τὴν δέσποιναν ἐπιφάσκοντες ἰᾶσθαι», Ευσ.)
2. (με έναρθρο επίθ.) προσποιούμαι, παριστάνω, υποκρίνομαι («ἐπιφάσκων τὸν πάνυ πλούσιον», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φάσκω, παράλλ. τ. του φημί «λέγω»].