Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προγαστρίδιος: Difference between revisions

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προγαστρίδιος''': -α, -ον, ὁ τιθέμενος πρὸ τῆς γαστρός, [[ὅπλισις]] Ἐτυμολ. Μέγ. 589. 12· ― προγαστρίδιον, τό, [[ψευδὴς]] [[κοιλία]] ἣν ἐφόρουν ὑποκριταὶ πρὸς παράστασιν ἀνθρώπων προγαστόρων, Λουκ. π. Ὀρχ. 27, [[Ζεὺς]] Τραγ. 41· πρβλ. προστερνίδιον.
|lstext='''προγαστρίδιος''': -α, -ον, ὁ τιθέμενος πρὸ τῆς γαστρός, [[ὅπλισις]] Ἐτυμολ. Μέγ. 589. 12· ― προγαστρίδιον, τό, [[ψευδὴς]] [[κοιλία]] ἣν ἐφόρουν ὑποκριταὶ πρὸς παράστασιν ἀνθρώπων προγαστόρων, Λουκ. π. Ὀρχ. 27, [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγ. 41· πρβλ. προστερνίδιον.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:30, 30 July 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προγαστρίδιος Medium diacritics: προγαστρίδιος Low diacritics: προγαστρίδιος Capitals: ΠΡΟΓΑΣΤΡΙΔΙΟΣ
Transliteration A: progastrídios Transliteration B: progastridios Transliteration C: progastridios Beta Code: progastri/dios

English (LSJ)

ον, A worn in front of the belly, ὅπλισις EM589.12. II Subst. προγαστρίδιον, τό, false paunch worn by actors, Luc.Salt.27, JTr.41.

German (Pape)

[Seite 713] was man vor den Bauch hängt od. legt; ὅπλισις, E. M; τὸ πρ., bei Luc. salt. 27 Iov. trag. 41, ein Kissen, mit dem sich die Schauspieler einen dicken Bauch machen.

Greek (Liddell-Scott)

προγαστρίδιος: -α, -ον, ὁ τιθέμενος πρὸ τῆς γαστρός, ὅπλισις Ἐτυμολ. Μέγ. 589. 12· ― προγαστρίδιον, τό, ψευδὴς κοιλία ἣν ἐφόρουν ὑποκριταὶ πρὸς παράστασιν ἀνθρώπων προγαστόρων, Λουκ. π. Ὀρχ. 27, Ζεὺς Τραγ. 41· πρβλ. προστερνίδιον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui couvre le ventre ; τὸ προγαστρίδιον LUC le tablier de comédien.
Étymologie: πρό, γαστήρ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται ή τοποθετείται πριν από την κοιλιά
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προγαστρίδιον
πρόσθετη, ψεύτικη κοιλιά την οποία φορούσαν οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι ηθοποιοί προκειμένου να παρουσιάσουν στη σκηνή προγάστορες, κοιλαράδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + γαστήρ, γαστρός «κοιλιά» + επίθημα -ίδιος (πρβλ. προμετωπ-ίδιος)].