ἐκθεραπεύω: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
m (Text replacement - "strengthd." to "strengthened") |
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> graf. ἐχθ- <i>PSI</i> 614.5 (III a.C.)<br /><b class="num">1</b> medic. [[curar perfectamente]], [[dar un tratamiento completo]] (ἡ σάρξ) θερμαίνεταί τε καὶ ἀλγεῖ ... ἢν μή τις ἐκθεραπεύσῃ ὀρθῶς Hp.<i>Vict</i>.2.66, τῇ διαίτῃ τῇ αὐτέῃ ἐκθεραπεύειν Hp.<i>Mul</i>.2.133, τὰ ... ἀνυστὰ νοσήματα Hp.<i>Morb</i>.1.6, τὴν καχεξίαν αὐτῶν (τῶν ἵππων) Plb.3.88.1, γένος (φαρμάκων) ἐκθεραπεύειν δυνάμενον ἕλκη Gal.12.707, cf. 14.647<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas. [[seguir totalmente un tratamiento]] οὐ χρὴ προΐεσθαι ἐς τοῦτο, ἀλλ' ἐκθεραπεύεσθαι πρότερον ὧδε no hay que dejarse llegar a ese punto, sino antes seguir bien el siguiente tratamiento</i> Hp.<i>Vict</i>.3.83, cf. 70, ὅταν ... ἐκ τῶν βαλανείων ἐκθεραπεύηται Gal.9.356<br /><b class="num">•</b>fig. ὡς ἂν ... τὸ δεδιὸς ἐκθεραπεύσοι por ver si podía disipar del todo el miedo</i> Agath.1.15.11, en v. pas. μοι ... ὁ τῆς ἱστορίας ἐκτεθεράπευται νόμος las reglas de composición histórica están respetadas por mí</i> Agath.5.10.7.<br /><b class="num">2</b> [[granjearse]], [[lisonjear]] τὸν παῖδα (τὸν Ἀλέξανδρον) Aeschin.1.169, καλῶς ποιήσεις ἐχθεραπεύσας αὐτόν <i>PSI</i> l.c., τοὺς στρατιώτας D.S.14.19, cf. D.H.5.76, τοὺς τὸ συνέδριον συνέχοντας D.S.40.1, πολλαῖς κολακείαις ... τοὺς ἀπόρους D.H.4.40, cf. I.<i>AI</i> 15.205, τὸν Σόλωνα Plu.<i>Sol</i>.31, τὸ ἀεὶ κρατοῦν Agath.proem.19, en v. pas. οὕτως ἐξεθεραπεύθησαν (οἱ δημόται) ὑπ' [[αὐτοῦ]] ταῖς εὐεργεσίαις D.H.4.3. | |dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> graf. ἐχθ- <i>PSI</i> 614.5 (III a.C.)<br /><b class="num">1</b> medic. [[curar perfectamente]], [[dar un tratamiento completo]] (ἡ σάρξ) θερμαίνεταί τε καὶ ἀλγεῖ ... ἢν μή τις ἐκθεραπεύσῃ ὀρθῶς Hp.<i>Vict</i>.2.66, τῇ διαίτῃ τῇ αὐτέῃ ἐκθεραπεύειν Hp.<i>Mul</i>.2.133, τὰ ... ἀνυστὰ νοσήματα Hp.<i>Morb</i>.1.6, τὴν καχεξίαν αὐτῶν (τῶν ἵππων) Plb.3.88.1, γένος (φαρμάκων) ἐκθεραπεύειν δυνάμενον ἕλκη Gal.12.707, cf. 14.647<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas. [[seguir totalmente un tratamiento]] οὐ χρὴ προΐεσθαι ἐς τοῦτο, ἀλλ' ἐκθεραπεύεσθαι πρότερον ὧδε no hay que dejarse llegar a ese punto, sino antes seguir bien el siguiente tratamiento</i> Hp.<i>Vict</i>.3.83, cf. 70, ὅταν ... ἐκ τῶν βαλανείων ἐκθεραπεύηται Gal.9.356<br /><b class="num">•</b>fig. ὡς ἂν ... τὸ δεδιὸς ἐκθεραπεύσοι por ver si podía disipar del todo el miedo</i> Agath.1.15.11, en v. pas. μοι ... ὁ τῆς ἱστορίας ἐκτεθεράπευται νόμος las reglas de composición histórica están respetadas por mí</i> Agath.5.10.7.<br /><b class="num">2</b> [[granjearse]], [[lisonjear]] τὸν παῖδα (τὸν Ἀλέξανδρον) Aeschin.1.169, καλῶς ποιήσεις ἐχθεραπεύσας αὐτόν <i>PSI</i> [[l.c.]], τοὺς στρατιώτας D.S.14.19, cf. D.H.5.76, τοὺς τὸ συνέδριον συνέχοντας D.S.40.1, πολλαῖς κολακείαις ... τοὺς ἀπόρους D.H.4.40, cf. I.<i>AI</i> 15.205, τὸν Σόλωνα Plu.<i>Sol</i>.31, τὸ ἀεὶ κρατοῦν Agath.proem.19, en v. pas. οὕτως ἐξεθεραπεύθησαν (οἱ δημόται) ὑπ' [[αὐτοῦ]] ταῖς εὐεργεσίαις D.H.4.3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:40, 15 August 2022
English (LSJ)
strengthened for θεραπεύω: 1 cure perfectly, Plb.3.88.1, Agath.1.15 :—Med., get oneself quite cured, Hp.Vict.3.83. 2 gain over, Aeschin.1.169, D.S.14.19, Plu.Sol.31, PSI6.614.5(iii B.C.), Agath.Praef.p.137D.; τινὰς φιλανθρωπίαις D.H.5.76 :—Pass., παρὰ τῶν κληρονόμων Cod.Just.1.3.45.6. 3 Pass., to be complied with, Agath.5.10.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκθερᾰπεύω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ θεραπεύω: 1) ἐντελῶς θεραπεύω, Πολύβ. 3. 88, 1. - Μεσ. ἐντελῶς θεραπεύομαι, λαμβάνω θεραπείαν, Ἱππ. 374, 55. 2) διὰ θεραπειῶν καθιστῶ τινα φίλον μου, Αἰσχίν. 24. 15, Πλουτ. Σόλων 31.
French (Bailly abrégé)
se concilier à force de soins : τινά τινι qqn par qch (présents, etc.).
Étymologie: ἐκ, θεραπεύω.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἐχθ- PSI 614.5 (III a.C.)
1 medic. curar perfectamente, dar un tratamiento completo (ἡ σάρξ) θερμαίνεταί τε καὶ ἀλγεῖ ... ἢν μή τις ἐκθεραπεύσῃ ὀρθῶς Hp.Vict.2.66, τῇ διαίτῃ τῇ αὐτέῃ ἐκθεραπεύειν Hp.Mul.2.133, τὰ ... ἀνυστὰ νοσήματα Hp.Morb.1.6, τὴν καχεξίαν αὐτῶν (τῶν ἵππων) Plb.3.88.1, γένος (φαρμάκων) ἐκθεραπεύειν δυνάμενον ἕλκη Gal.12.707, cf. 14.647
•en v. med.-pas. seguir totalmente un tratamiento οὐ χρὴ προΐεσθαι ἐς τοῦτο, ἀλλ' ἐκθεραπεύεσθαι πρότερον ὧδε no hay que dejarse llegar a ese punto, sino antes seguir bien el siguiente tratamiento Hp.Vict.3.83, cf. 70, ὅταν ... ἐκ τῶν βαλανείων ἐκθεραπεύηται Gal.9.356
•fig. ὡς ἂν ... τὸ δεδιὸς ἐκθεραπεύσοι por ver si podía disipar del todo el miedo Agath.1.15.11, en v. pas. μοι ... ὁ τῆς ἱστορίας ἐκτεθεράπευται νόμος las reglas de composición histórica están respetadas por mí Agath.5.10.7.
2 granjearse, lisonjear τὸν παῖδα (τὸν Ἀλέξανδρον) Aeschin.1.169, καλῶς ποιήσεις ἐχθεραπεύσας αὐτόν PSI l.c., τοὺς στρατιώτας D.S.14.19, cf. D.H.5.76, τοὺς τὸ συνέδριον συνέχοντας D.S.40.1, πολλαῖς κολακείαις ... τοὺς ἀπόρους D.H.4.40, cf. I.AI 15.205, τὸν Σόλωνα Plu.Sol.31, τὸ ἀεὶ κρατοῦν Agath.proem.19, en v. pas. οὕτως ἐξεθεραπεύθησαν (οἱ δημόται) ὑπ' αὐτοῦ ταῖς εὐεργεσίαις D.H.4.3.
Greek Monolingual
ἐκθεραπεύω (Α)
1. θεραπεύω εντελώς
2. με περιποιήσεις κάνω φίλο μου κάποιον.
Greek Monotonic
ἐκθερᾰπεύω: μέλ. -σω, επιτετ. αντί θεραπεύω, θεραπεύω εντελώς, σε Αισχίν, Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκθερᾰπεύω:
1) совершенно вылечивать, исцелять (τὴν καχεξίαν τινός Polyb.);
2) заботами снискивать привязанность, привязывать к себе (τινά Aeschin., Diod., Plut.).
Middle Liddell
fut. σω strengthened for θεραπεύω
to gain over entirely, Aeschin., Plut.