χῶσις: Difference between revisions
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χῶσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> сооружение вала, постройка плотины ([[ἅμα]] τε χώσει καὶ μηχανὰς προσάγειν τῇ πόλει Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> заваливание, засыпание (τῶν λιμένων Thuc.). | |elrutext='''χῶσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> сооружение вала, постройка плотины ([[ἅμα]] τε χώσει καὶ μηχανὰς προσάγειν τῇ πόλει Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[заваливание]], [[засыпание]] (τῶν λιμένων Thuc.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 10:40, 19 August 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A heaping up, especially of earth, raising a mound or bank, esp. against a city, Th.2.76. 2 filling up, blocking by carth thrown in, χ. τῶν λιμένων Id.3.2; τάφρου D.H.5.41. 3 embanking, τοῦ θεάτρου IG9(2).522.26 (Larissa, iii/ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1388] ἡ, das Aufschütten, Zuschütten, bes. das Anhäufen von Schutt, Erde, die Aufführung eines Walles, Dammes, u. der Wall, Damm selbst; Thuc. 2, 76; λιμένων 3, 2; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χῶσις: -εως, ἡ, ἐπισώρευσις, συσσώρευσις, μάλιστα χώματος, σχηματισμὸς προχώματος ἐναντίον πόλεως, Θουκ. 2. 76, πρβλ. χῶμα. 2) γέμισμα, ἀπόκλεισις διὰ χώματος, χ. τῶν λιμένων ὁ αὐτ. 3. 2.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de construire une jetée, une digue;
2 action de combler un port.
Étymologie: χώννυμι.
Greek Monotonic
χῶσις: -εως, ἡ (χόω), συσσώρευση, ιδίως, λέγεται για χώμα, ύψωση ενός προχώματος ή αναχώματος, ιδίως, εναντίον μιας πόλης, σε Θουκ.
2. γέμισμα, αποκλεισμός με χώμα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
χῶσις: εως ἡ
1) сооружение вала, постройка плотины (ἅμα τε χώσει καὶ μηχανὰς προσάγειν τῇ πόλει Thuc.);
2) заваливание, засыпание (τῶν λιμένων Thuc.).
Middle Liddell
χῶσις, εως, [χόω]
1. a heaping up, especially of earth, raising a mound or bank, esp. against a city, Thuc.
2. a filling in, blocking up by earth thrown in, Thuc.