ἀνείργω: Difference between revisions

From LSJ

τράγος γένειον ἆρα πενθήσεις σύ γε → you, goat, will mourn your vanished beard | you will mourn your beard like the goat in the proverb

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνείργω:''' эп. [[ἀνεέργω]]<br /><b class="num">1)</b> сдерживать, удерживать (τὸν θυμόν Xen.): ἀ. μὴ διασκίδνασθαι τὴν ἀγέλην Luc. следить, чтобы стадо не разбрелось;<br /><b class="num">2)</b> оттеснять, отражать, удерживать (φάλαγγας Hom.; τοὺς στρατιώτας Xen.; τὸν ὄχλον βακτηρίαις Plut.): ἀνειργμένοις τοῖς σκευοφόροις Xen. вытянув обоз в узкую линию.
|elrutext='''ἀνείργω:''' эп. [[ἀνεέργω]]<br /><b class="num">1)</b> [[сдерживать]], [[удерживать]] (τὸν θυμόν Xen.): ἀ. μὴ διασκίδνασθαι τὴν ἀγέλην Luc. следить, чтобы стадо не разбрелось;<br /><b class="num">2)</b> оттеснять, отражать, удерживать (φάλαγγας Hom.; τοὺς στρατιώτας Xen.; τὸν ὄχλον βακτηρίαις Plut.): ἀνειργμένοις τοῖς σκευοφόροις Xen. вытянув обоз в узкую линию.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[keep]] [[back]], [[restrain]], Hom., Xen.
|mdlsjtxt=<br />to [[keep]] [[back]], [[restrain]], Hom., Xen.
}}
}}

Revision as of 10:50, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνείργω Medium diacritics: ἀνείργω Low diacritics: ανείργω Capitals: ΑΝΕΙΡΓΩ
Transliteration A: aneírgō Transliteration B: aneirgō Transliteration C: aneirgo Beta Code: a)nei/rgw

English (LSJ)

A keep back, restrain, used by Hom. always in Ep. impf., Τρώων ἀνέεργε φάλαγγας Il.3.77; μάχην ἀνέεργον ὀπίσσω 17.752; so ἀ. τὸν θυμόν Pl.Lg.731d; τοὺς στρατιώτας X.HG7.1.31; ταῖς τιμωρίαις τοὺς ἁμαρτάνοντας D.H.Is.8; τινὰς ἀπὸ πράξεως Porph.Abst.1.7: c. acc. et inf., ἀ. μὴ διασκίσνασθαι τὴν ἀγέλην Luc.D Deor.20.5:—f.l. in X.Cyr.5.4.45 (leg. ἀνειρμένοις). II force back, D.H.3.32.

German (Pape)

[Seite 220] ep. u. ion. ἀνέργω, zurückdrängen, abwehren, Hom., ἀνέεργον φάλαγγας, μάχην, Il. 3, 77. 7. 55. 17, 752; τοὺς ὁρμῶντας Din. 2, 23; τὸν θυμὸν πραΰνειν Plat. Legg. V, 731 d; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνείργω: ἀναστέλλω, ἀναχαιτίζω, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατ’ Ἐπικ. παρατ., Τρώων ἀνέεργε φάλαγγας Ἰλ. Γ. 77· μάχην ἀνέεργον ὀπίσσω. Ρ. 752· οὕτως, ἀν. τὸν θυμὸν Πλάτ. Νόμ. 731D· τοὺς στρατιώτας Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 31: μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἀν. μὴ διασκίδνασθαι τὴν ἀγέλην, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20, 5: ― παρὰ Ξεν. Κύρ. 5. 4, 45, ἀνειργμένοις... τοῖς σκευοφόροις φαίνεται ὅτι σημαίνει: ἔχοντες τὰ σκευοφόρα ἐν μακρᾷ καὶ λεπτῇ γραμμή, - ἐκτὸς ἂν ἀναγνωσθῇ ἀνειρμένοις.

French (Bailly abrégé)

refouler (l’ennemi).
Étymologie: ἀνά, εἵργω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [impf. ἀνέεργε Il.3.77]
1 hacer retroceder, contener, detener Τρώων ... φάλαγγας Il.l.c., μάχην Il.17.752, τοὺς στρατιώτας X.HG 7.1.31, a los perros, X.Cyn.3.7, ἡ σελήνη ... ἀνείργει τὰς ... αὐγάς (los rayos enviados por el sol a la tierra), Ach.Tat.Intr.Arat.19
alejar a los malvados, D.25.48, τὸ πλῆθος Sch.A.Eu.566
aor. med.-pas. alejarse, ser alejado οὐ μέντοι καὶ ἀνείρχθη διὰ τοῦτο ὁ δῆμος D.C.72.13.5, εἰ μὴ ... ἀνειρχθῶσι ἀπὸ τοῦ νομοῦ BGU 1762.9.
2 fig. contener τὸν θυμόν Pl.Lg.731d
poner freno τιμωρίαις τοὺς ἁμαρτάνοντας D.H.Isoc.8
alejar ἑαυτοὺς ... τῆς ... ἀδικίας Plu.2.730b, τινὰς ἀπὸ πράξεως Porph.Abst.1.7.
3 c. μή impedir μὴ πρόσω διασκίδνασθαι τὴν ἀγέλην Luc.DDeor.20.5, pero ὅπως τοὺς ἐς τὴν πόλιν ἀποχωρήσοντας πολεμίους ἀνείργοιεν para que impidiesen (sc. retirarse a la ciudad) a los enemigos que iban a retirarse a la ciudad Polyaen.1.40.9.

Greek Monolingual

ἀνείργω (Α)
αναστέλλω, αναχαιτίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + είργω ή είργω, αττ. τ. του έργω «εμποδίζω»].

Greek Monotonic

ἀνείργω: Επικ. παρατ. ἀνέεργον· εμποδίζω, αναχαιτίζω, περιορίζω, σε Όμηρ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀνείργω: эп. ἀνεέργω
1) сдерживать, удерживать (τὸν θυμόν Xen.): ἀ. μὴ διασκίδνασθαι τὴν ἀγέλην Luc. следить, чтобы стадо не разбрелось;
2) оттеснять, отражать, удерживать (φάλαγγας Hom.; τοὺς στρατιώτας Xen.; τὸν ὄχλον βακτηρίαις Plut.): ἀνειργμένοις τοῖς σκευοφόροις Xen. вытянув обоз в узкую линию.

Middle Liddell


to keep back, restrain, Hom., Xen.