χρώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2:")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χρώννῡμι:'''<br /><b class="num">1)</b> окрашивать: κυανώσει χρώννυσθαι Plut. окрашиваться в синий цвет;<br /><b class="num">2)</b> писать красками (τι Luc.).
|elrutext='''χρώννῡμι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[окрашивать]]: κυανώσει χρώννυσθαι Plut. окрашиваться в синий цвет;<br /><b class="num">2)</b> писать красками (τι Luc.).
}}
}}

Revision as of 14:10, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρώννῡμι Medium diacritics: χρώννυμι Low diacritics: χρώννυμι Capitals: ΧΡΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: chrṓnnymi Transliteration B: chrōnnymi Transliteration C: chronnymi Beta Code: xrw/nnumi

English (LSJ)

A = χρῴζω (i.e. apply χρῶμα IV.2), τῇλέξει Luc.Hist.Conscr. 48:—Pass., Steph.in Hp.1.165; χρωννύω, = χρῴζω, Alex.Aphr. in de An.45.16, Lib.Decl.7.7.

German (Pape)

[Seite 1383] u. χρωννύω, 1) färben, Luc. imagg. 7 conscr. hist. 48; dah. – 2) beflecken, besudeln, Sp. – S. χρώζω.

Greek (Liddell-Scott)

χρώννῡμι: χρώζω, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 48· χρωνύω, Λιβάν.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
colorer, teindre.
Étymologie: χρώς.

Greek Monolingual

και χρωννύω, ΜΑ
1. χρωματίζω, βάφω, προσδίδω χρώμα σε κάτι (α. «χρωσάτω τὴν κόμην», Λουκιαν.
β. «τεχνητὸν ἔρευθος αὐτῇ τὰς παρειὰς χρώννυσιν», Θεμίστ.)
2. μτφ. (σχετικά με λόγο) προσδίδω ιδιαιτερότητα στο ύφος («εἶτα ἐπιθεὶς τὴν τάξιν, ἐπαγέτω τὸ κάλλος, καὶ χρωννύτω τῇ λέξει», λουκιαν.)
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «χρώσειν
μολύνειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικοί τ. του ρηματ. αυτού συστήματος είναι οι τ. του παθ. αορ. -χρώσ-θην και του παθ. παρακμ. κέ-χρωσμαι, σχηματισμένοι από το θ. χρωσ-της λ. χρώς, από τους οποίους προήλθαν οι τ. της ενεργητικής φωνής χρώσω, ἔχρωσα, ἐπι-κέχρωκα και στη συνέχεια ο ενεστ. σε -ννυμι/-νύω].

Greek Monotonic

χρώννῡμι: = χρῴζω, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

χρώννῡμι:
1) окрашивать: κυανώσει χρώννυσθαι Plut. окрашиваться в синий цвет;
2) писать красками (τι Luc.).