δειμαλέος: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3 $4")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δειμᾰλέος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[страшный]] ([[ὅπλον]] Batr.; ὑλακὴ Κερβέρου Anth.);<br /><b class="num">2)</b> боязливый, пугливый Arst.
|elrutext='''δειμᾰλέος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[страшный]] ([[ὅπλον]] Batr.; ὑλακὴ Κερβέρου Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[боязливый]], [[пугливый]] Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δεῖμα]]<br /><b class="num">I.</b> [[timid]], Mosch.<br /><b class="num">II.</b> [[horrible]], [[fearful]], Batr., Theogn.
|mdlsjtxt=[[δεῖμα]]<br /><b class="num">I.</b> [[timid]], Mosch.<br /><b class="num">II.</b> [[horrible]], [[fearful]], Batr., Theogn.
}}
}}

Revision as of 15:57, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειμᾰλέος Medium diacritics: δειμαλέος Low diacritics: δειμαλέος Capitals: ΔΕΙΜΑΛΕΟΣ
Transliteration A: deimaléos Transliteration B: deimaleos Transliteration C: deimaleos Beta Code: deimale/os

English (LSJ)

α, ον, A timid, Arist.Phgn. 810a23, Mosch.2.20, Opp.C.1.165. II horrible, fearful, Batr. 287, cj. in Thgn.1128.

German (Pape)

[Seite 537] 1) furchtsam, Mosch. 2, 20, – 2) furchtbar, ὅπλον Batr. 289; Theogn. 1128; Iul. Aeg. 59 (VII, 69).

Greek (Liddell-Scott)

δειμαλέος: -α, -ον, δειλός, πλήρης φόβου, Μόσχ. 2. 20, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 2. ― Ἐπίρρ. –λέως Χρησμ. Σιβυλ. 1, σ. 176. ΙΙ. φοβερός, ἐμποιῶν φόβον, Βατραχομ. 289, Θέογν. 1124.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 effrayant;
2 timide, craintif.
Étymologie: δεῖμα.

Spanish (DGE)

(δειμᾰλέος) -α, -ον
• Alolema(s): jón. fem. -έη AP 7.69 (Iul.Aegypt.)
I 1cobarde, tímido de los hombres que tienen los dedos de los pies unidos entre sí, Arist.Phgn.810a23, Polem.Phgn.86, αὐδή Mosch.2.20, πτώξ Opp.C.1.165, θῆρες Triph.625, cf. B.3.72 (cj.), Hsch., Phot.δ 113.
2 horrible, espantoso δ. Διὸς ὅπλον del rayo Batr.(a) 287 (ap. crít.), μυχοί Thgn.1128, Κέρβερε δειμαλέην ὑλακὴν νεκύεσσιν ἰάλλων AP l.c., ἑρπησταί Gr.Naz.Mul.Orn.306.
II adv. -ως de forma horribe οἶκος ... ἀνέμων ὑπὸ ῥιπῆς ὤρνυτο δ. Orac.Sib.1.228.

Greek Monolingual

δειμαλέος, -α, -ον (Α)
1. ο γεμάτος φόβο, ο τρομαγμένος («δειμαλέην αὐδήν» — τρομαγμένη φωνή, φωνή που έδειχνε τρόμο)
2. αυτός που προκαλεί τρόμο («κεραυνὸν δειμαλέον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δείμα (πρβλ. θαρσαλέος, σμερδαλέος κ.ά.)].

Greek Monotonic

δειμαλέος: -α, -ον (δεῖμα),
I. φοβισμένος, τρομαγμένος, σε Μόσχ.
II. τρομερός, αυτός που εμπνέει φόβο, φοβερός, σε Βατραχομ., Θέογν.

Russian (Dvoretsky)

δειμᾰλέος:
1) страшный (ὅπλον Batr.; ὑλακὴ Κερβέρου Anth.);
2) боязливый, пугливый Arst.

Middle Liddell

δεῖμα
I. timid, Mosch.
II. horrible, fearful, Batr., Theogn.