καταθεάομαι: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταθεάομαι:''' (εᾱ)<br /><b class="num">1)</b> [[сверху смотреть]], [[взирать]], [[наблюдать]] (τὰ γιγνόμενα ἀπὸ τοῦ λόφου Xen.);<br /><b class="num">2)</b> устремлять взор (εἰς πολεμίους καὶ τοὺς φίλους Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[обозревать]], [[осматривать]] (τὴν χώραν, τὰς τάξεις Xen.);<br /><b class="num">4)</b> [[следить]], [[наблюдать]] (φορὰς ἄστρων Plut.).
|elrutext='''καταθεάομαι:''' (εᾱ)<br /><b class="num">1)</b> [[сверху смотреть]], [[взирать]], [[наблюдать]] (τὰ γιγνόμενα ἀπὸ τοῦ λόφου Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[устремлять взор]] (εἰς πολεμίους καὶ τοὺς φίλους Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[обозревать]], [[осматривать]] (τὴν χώραν, τὰς τάξεις Xen.);<br /><b class="num">4)</b> [[следить]], [[наблюдать]] (φορὰς ἄστρων Plut.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 19:11, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταθεάομαι Medium diacritics: καταθεάομαι Low diacritics: καταθεάομαι Capitals: ΚΑΤΑΘΕΑΟΜΑΙ
Transliteration A: katatheáomai Transliteration B: katatheaomai Transliteration C: katatheaomai Beta Code: kataqea/omai

English (LSJ)

A look down upon, watch from above, τὰ γιγνόμενα κ. ἀπὸ λόφου X.An.6.5.30; κ. εἰς τοὺς πολεμίους ib.1.8.14: abs., Id.Cyr.3.2.1: generally, contemplate, φορὰς ἄστρων Plu.2.426d: metaph., with the mind, X.Cyr.8.2.18.

German (Pape)

[Seite 1348] herabschauen, von einem hohen Orte aus betrachten, ἀπὸ λόφου τινὸς τὰ γιγνόμενα Xen. Cyr. 6, 5, 30; übh. in Augenschein nehmen, genau betrachten, τὰς τάξεις 5, 3, 55, τοὺς ἄλλους καταθεῶ καὶ λόγισαι 8, 2, 18; Sp., wie Plut. φορὰς ἄστρων def. or. 30.

Greek (Liddell-Scott)

καταθεάομαι: μέλλ.-άσομαι ᾱ, ἀποθ.:― θεωρῶ, βλέπω τι ἄνωθεν, τὰ γιγνόμενα καταθ. ἀπὸ λόφου Ξεν. Ἀν. 6. 5, 30· καταθ. εἴς τι αὐτόθι Ι. 8, 14·― καθόλου, θεωρῶ, μελετῶ, φορὰς ἄστρων Πλούτ. 2. 426D· μεταφ., θεῶμαί τι νοερῶς…, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 18.

French (Bailly abrégé)

-εῶμαι;
1 regarder d’en haut;
2 regarder attentivement.
Étymologie: κατά, θεάομαι.

Greek Monotonic

καταθεάομαι: μέλ. -άσομαι [ᾱ], αποθ., βλέπω κάτι από ψηλά, παρατηρώ από ψηλά, σε Ξεν.· γενικά, παρατηρώ, ατενίζω, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

καταθεάομαι: (εᾱ)
1) сверху смотреть, взирать, наблюдать (τὰ γιγνόμενα ἀπὸ τοῦ λόφου Xen.);
2) устремлять взор (εἰς πολεμίους καὶ τοὺς φίλους Xen.);
3) обозревать, осматривать (τὴν χώραν, τὰς τάξεις Xen.);
4) следить, наблюдать (φορὰς ἄστρων Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-θεάομαι van bovenaf bekijken; beschouwen:. τοὺς δ ’ ἄλλους καταθεῶ beschouw de overigen Xen. Cyr. 8.2.18.

Middle Liddell

fut. άσομαι
Dep. to look down upon, watch from above, Xen.:—generally, to contemplate, Xen.