θηρευτικός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θηρευτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[охотничий]] (κύνες Arph., Xen., Plut.; [[βίος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[охотящийся]], [[занимающийся охотой]] ([[ζῷον]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> пригодный для исследования (τινος Arst.).
|elrutext='''θηρευτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[охотничий]] (κύνες Arph., Xen., Plut.; [[βίος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[охотящийся]], [[занимающийся охотой]] ([[ζῷον]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[пригодный для исследования]] (τινος Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 19:20, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηρευτικός Medium diacritics: θηρευτικός Low diacritics: θηρευτικός Capitals: ΘΗΡΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thēreutikós Transliteration B: thēreutikos Transliteration C: thireftikos Beta Code: qhreutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of of for hunting, κύνες θ. hounds, Ar.Pl.157, X.Lac.6.3; βίος θ. the life of hunters, Arist.Pol.1256b2: ἡ -κή (sc. τέχνη) hunting, the chase, Pl.Plt.289a, cf. Sph.223b. 2 c. gen., hunting after, τῆς τροφῆς Arist.HA488a19: metaph., θ. τέχνη ἀνθρώπων Pl.Euthd.290b.

German (Pape)

[Seite 1209] = θηρατικός, z. B. κύνες Ar. Pl. 157; Plat. Rep. V, 459 a; ἡ θ., die Jagdkunst, Polit. 289 a, wie τὸ θηρευτικόν Soph. 221 b; vgl. Euthyd. 290 b.

Greek (Liddell-Scott)

θηρευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θήραν, κύνες θ. Ἀριστοφ. Πλ. 157, Ξεν. Λακ. 6, 3· βίος θ., ὁ βίος τῶν κυνηγῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 8, 8· - ἡ -κὴ (ἐξυπ. τέχνη), τὸ κυνήγιον, ἡ θήρα, Πλάτ. Πολιτ. 289Α· μεταφ., ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 290Β. 2) μετὰ γεν., καὶ τὰ μὲν (τῶν ζῴων) θηρευτικά, τὰ δὲ θησαυριστικὰ τῆς τροφῆς ἐστι Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 1, 27.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de chasse, propre à la chasse ; κύνες θηρευτικοί chiens de chasse.
Étymologie: θηρευτός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θηρευτικός, -ή, -όν) θηρευτής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι, που είναι ειδικός στο να κυνηγά, κυνηγετικός
αρχ.
1. αυτός που κυνηγά, που επιδιώκει κάτι
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ θηρευτική (ενν. τέχνη)
η θήρα, το κυνήγι
3. φρ. «θηρευτικός βίος» — η ζωή τών κυνηγών
4. μτφ. φρ. «θηρευτικὴ τέχνη ἀνθρώπων» — η τέχνη του να προσοικειώνεσαι, να προσελκύεις ανθρώπους, Πλάτ.).
επίρρ...
θηρευτικῶς (Α)
με τρόπο θηρευτικό, κυνηγετικό, προσελκυστικό.

Greek Monotonic

θηρευτικός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται ή προορίζεται για κυνήγι· κύνεςθηρευτικοί, κυνηγόσκυλα, σε Αριστοφ., Ξεν.· βίος θηρευτικός, η ζωή των κυνηγών, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

θηρευτικός:
1) охотничий (κύνες Arph., Xen., Plut.; βίος Arst.);
2) охотящийся, занимающийся охотой (ζῷον Arst.);
3) пригодный для исследования (τινος Arst.).

Middle Liddell

θηρευτικός, ή, όν
of or for hunting, κύνες θ. hounds, Ar., Xen.; βίος θ. the life of hunters, Arist. [from θηρεύω

English (Woodhouse)

of the chase

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)