ἀποκαυλίζω: Difference between revisions

From LSJ

Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀποκαυλίζω:''' отламывать, отбивать, сносить (τραχήλους ξύλῳ Eur.; τὸ προέχον τῆς ἐμβολῆς Thuc.).
|elrutext='''ἀποκαυλίζω:''' [[отламывать]], [[отбивать]], [[сносить]] (τραχήλους ξύλῳ Eur.; τὸ προέχον τῆς ἐμβολῆς Thuc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καυλός]]<br />to [[break]] off by the [[stalk]]: to [[break]] [[short]] off, Eur., Thuc.
|mdlsjtxt=[[καυλός]]<br />to [[break]] off by the [[stalk]]: to [[break]] [[short]] off, Eur., Thuc.
}}
}}

Revision as of 10:55, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκαυλίζω Medium diacritics: ἀποκαυλίζω Low diacritics: αποκαυλίζω Capitals: ΑΠΟΚΑΥΛΙΖΩ
Transliteration A: apokaulízō Transliteration B: apokaulizō Transliteration C: apokavlizo Beta Code: a)pokauli/zw

English (LSJ)

(καυλός) A break off by the stalk: hence, break short off, E.Supp.717, Th.2.76:—Pass., to be so broken, to be fractured across, Hp.Fract.45, Art.33.

German (Pape)

[Seite 306] eigtl. den Stengel abbrechen, ganzdurchbrechen, Hippocr. im pass.; abschlagen, Eur. Suppl. 117, nach Canter's Conj.; τὸ προέχον τῆς ἐμβολῆς Thuc. 2, 76.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκαυλίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, (καυλὸς) ἀποκόπτω τὸν καυλόν, τὸ στέλεχος, ἀποκόπτω, σμικρύνω, Εὐρ. Ἱκ. 717, Θουκ. 2. 76: - Παθ. θραύομαι, θραύομαι ἐν τῷ μέσῳ, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 778, περὶ Ἄρθρ. 799: - Ρηματ. ἐπίθ. -ιστέον, Ὀρειβάσ. (Mai). 18.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀπεκαύλιζον;
briser la tige ; briser net ou complètement.
Étymologie: ἀπό, καυλός.

Spanish (DGE)

partir, romper κυνέας θερίζων κἀποκαυλίζων ξύλῳ E.Supp.717, τὸ προῦχον τῆς ἐμβολῆς Th.2.76, τὰ πλεονάζοντα Hierocl.p.15
medic. fracturar en v. pas. ἢν δὲ ἀποκαυλισθῇ παντάπασιν τὸ ὀστέον si la fractura del hueso es completa Hp.Art.33, cf. 14, 32, Fract.45, Gal.10.424
τὸ ἀποκεκαυλισμένον la fractura Hp.Art.33.

Greek Monolingual

ἀποκαυλίζω (Α) καυλός
1. αποκόπτω τον βλαστό, το στέλεχος φυτού
2. κόβω κάτι που προεξέχει
3. τσακίζω, θρυμματίζω.

Greek Monotonic

ἀποκαυλίζω: Αττ. μέλ. -ῐῶ (καυλός), αποκόπτω το στέλεχος, τον κορμό, το κλαδί ή το κοτσάνι· σμικρύνω αποκόπτοντας, σε Ευρ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκαυλίζω: отламывать, отбивать, сносить (τραχήλους ξύλῳ Eur.; τὸ προέχον τῆς ἐμβολῆς Thuc.).

Middle Liddell

καυλός
to break off by the stalk: to break short off, Eur., Thuc.