διάτροπος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διάτροπος:''' разнообразный разнохарактерный ([[φύσεις]] βροτῶν Eur.). | |elrutext='''διάτροπος:''' [[разнообразный разнохарактерный]] ([[φύσεις]] βροτῶν Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:55, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A various in dispositions, τρόποις E.IA559 codd.
Greek (Liddell-Scott)
διάτροπος: -ον, ποικίλος τὰς διαθέσεις, εὐμετάβλητος, ἀσταθής, τρόποις Εὐρ. Ι.Α. 560.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
changeant, mobile.
Étymologie: διατρέπω.
Spanish (DGE)
-ον cambiante τρόποι E.IA 559 (cód.).
Greek Monolingual
διάτροπος, -ον (Α) διατρέπω
αυτός που τρέπεται προς διάφορες κατευθύνσεις, ευμετάβλητος, ασταθής.
Greek Monotonic
διάτροπος: -ον, ποικίλος σε διαθέσεις, ευμετάβολος, ασταθής, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
διάτροπος: разнообразный разнохарактерный (φύσεις βροτῶν Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάτροπος -ον [διατρέπω] wisselend.
Middle Liddell
διά-τροπος, ον adj
various in dispositions, Eur.