θανατώδης: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θανατώδης:''' несущий смерть, губительный (τινι Arst.). | |elrutext='''θανατώδης:''' [[несущий смерть]], [[губительный]] (τινι Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 20 August 2022
English (LSJ)
ες, A indicating death, σημεῖον Hp.Prog.2. II deadly, fatal, αὐχμοί Id.Aph.3.15; ἦρ ib.9; σπασμοί Ael.NA7.5.
German (Pape)
[Seite 1186] ες, tödtlich, den Tod anzeigend; Hippocr.; Ael. H. A. 7, 5.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰνᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος θανάτῳ, προμηνύων θάνατον, Ἱππ. Προγν. 37. II. θανάσιμος, θανατηφόρος, ἦρ ὁ αὐτ. Ἀφ. 1247· σπασμοὶ Αἰλ. π. Ζ. 7. 5.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
mortel.
Étymologie: θάνατος, -ωδης.
Greek Monolingual
θανατώδης, -ῶδες (AM) θάνατος
1. αυτός που προμηνύει τον θάνατο
2. αυτός που προκαλεί θάνατο, ο θανατηφόρος.
Russian (Dvoretsky)
θανατώδης: несущий смерть, губительный (τινι Arst.).