μεταλλευτός: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μεταλλευτός:''' рудный, ископаемый Arst.
|elrutext='''μεταλλευτός:''' [[рудный]], [[ископаемый]] Arst.
}}
}}

Revision as of 11:30, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταλλευτός Medium diacritics: μεταλλευτός Low diacritics: μεταλλευτός Capitals: ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: metalleutós Transliteration B: metalleutos Transliteration C: metalleftos Beta Code: metalleuto/s

English (LSJ)

ή, όν, A to be got by mining, τὰ μ., opp. τὰ ὀρυκτά, Arist.Mete.378a21, cf. Gal.12.166.

German (Pape)

[Seite 149] in der Erde aufgesucht, ausgegraben, wie Metall und dergleichen, Arist. meteor. 3, 6 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλλευτός: -ή, -όν, πᾶν ὅτι μεταλλεύεται, τὰ μεταλλευτά, ὅσα μεταλλεύονται καὶ εἶναι ἢ χυτὰ ἢ ἐλατά, οἷον σίδηρος, χαλκός, κτλ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ὀρυκτά, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 6, 10.

Greek Monolingual

μεταλλευτός, -ή, -όν (Α) μεταλλεύω
1. αυτός που μπορεί να ληφθεί με μετάλλευση
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά μεταλλευτά
καθετί που μεταλλεύεται, όπως σίδηρος, χαλκός κ.λπ., σε αντιδιαστολή προς τα ορυκτά.

Russian (Dvoretsky)

μεταλλευτός: рудный, ископаемый Arst.