κρυώδης: Difference between revisions
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κρῠώδης:''' морозный, ледяной ([[δύναμις]] Plut.; νιφάδες Anth.). | |elrutext='''κρῠώδης:''' [[морозный]], [[ледяной]] ([[δύναμις]] Plut.; νιφάδες Anth.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 20 August 2022
English (LSJ)
ες, A icy, chill, Plu.2.653a, Poll.5.109.
German (Pape)
[Seite 1517] ες, frostartig, eisig; νιφάδες Apollnds. 15 (IX, 244); καὶ ψυχρὰ δύναμις Plut. Symp. 3, 5, 2.
Greek (Liddell-Scott)
κρυώδης: -ες, (εἶδος) παγετώδης, ψυχρός, Πλούτ. 2. 653Α, Πολυδ. Ε΄, 109.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
glacial.
Étymologie: κρύος, -ωδης.
Greek Monolingual
ες (Α κρυώδης)
κρύος, ψυχρός, παγερός, παγετώδης
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικώδης, αποτρόπαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος-(II) + κατάλ. -ώδης].