πενθικός: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πενθικός:''' скорбный, горестный (ὀδυρμοί Plut.).
|elrutext='''πενθικός:''' [[скорбный]], [[горестный]] (ὀδυρμοί Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πενθῐκός, ή, όν [[πένθος]]<br />of or for [[mourning]], [[mournful]]:—adv., [[πενθικῶς]] ἔχειν τινός to be in [[mourning]] for a [[person]], Xen.
|mdlsjtxt=πενθῐκός, ή, όν [[πένθος]]<br />of or for [[mourning]], [[mournful]]:—adv., [[πενθικῶς]] ἔχειν τινός to be in [[mourning]] for a [[person]], Xen.
}}
}}

Revision as of 11:36, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενθῐκός Medium diacritics: πενθικός Low diacritics: πενθικός Capitals: ΠΕΝΘΙΚΟΣ
Transliteration A: penthikós Transliteration B: penthikos Transliteration C: penthikos Beta Code: penqiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for mourning, mournful, ὀδυρμοί Plu.2.102b; θέα Porph.Abst.2.50; ἐσθής Chor.p.6B.; ἐν πενθικοῖς (sc. ἐσθήμασι) LXX Ex.33.4. Adv. -κῶς, ἔχειν τινός to be in mourning for a person, X.Cyr.5.2.7; πάνυ π. ἐσκευασμένη Luc.Cal.5, cf. Plu.2.1 13d (v.l. -ητικῶς).

German (Pape)

[Seite 555] zur Klage od. Trauer gehörig, Sp., πενθικοὶ ὀδυρμοί, Plut. consol. ad Apoll. p. 317; πενθικῶς ἔχειν τοῦ ἀδελφοῦ τεθνηκότος, um den Bruder trauern, Xen. Cyr. 5, 2, 7.

Greek (Liddell-Scott)

πενθῐκός: -ή, -όν, (πένθος) πένθιμος, Πλούτ. 2.102Β, κτλ.· ἐν πενθικοῖς (ἐξυπ. ἐσθήμασι) Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΓ΄, 4)· - Ἐπίρρ., πενθικῶς ἔχειν τινός, πενθεῖν, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 7· πάνυ π. ἐσκευασμένη Λουκ. περὶ Διαβολῆς 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de deuil.
Étymologie: πένθος.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πένθος
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στο πένθος, ο πένθιμος.
επίρρ...
πενθικῶς
φρ. «πενθικῶς ἔχω τινός» — πενθώ για κάποιον.

Greek Monotonic

πενθῐκός: -ή, -όν (πένθος), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στο πένθος, πένθιμος· επίρρ., πενθικῶς ἔχειν τινός, βρίσκομαι σε πένθος για κάποιον, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πενθικός -ή -όν [πένθος] klaag-, rouw-; adv. πενθικῶς in rouw.

Russian (Dvoretsky)

πενθικός: скорбный, горестный (ὀδυρμοί Plut.).

Middle Liddell

πενθῐκός, ή, όν πένθος
of or for mourning, mournful:—adv., πενθικῶς ἔχειν τινός to be in mourning for a person, Xen.