πομποστολέω: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πομποστολέω:''' сопровождать, вести (τὸ [[σκάφος]] Luc.).
|elrutext='''πομποστολέω:''' [[сопровождать]], [[вести]] (τὸ [[σκάφος]] Luc.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 11:40, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πομποστολέω Medium diacritics: πομποστολέω Low diacritics: πομποστολέω Capitals: ΠΟΜΠΟΣΤΟΛΕΩ
Transliteration A: pompostoléō Transliteration B: pompostoleō Transliteration C: pompostoleo Beta Code: pompostole/w

English (LSJ)

(στέλλω) A conduct a procession, IG2.1325,1358. 2 c. acc., lead or carry in procession, πομποστολεῖται τὰ ἱερά Str.14.2.23; π. τὸ σκάφος Luc.Am.11. b metaph., make a pompous display of, τὰ μηδεμιᾶς ἄξια σπουδῆς Ph.2.70.

German (Pape)

[Seite 679] einen Aufzug, eine Procession führen; Strab. XIV; Luc. amor. 11 vrbdt πομποστολεῖν τὸ σκάφος.

Greek (Liddell-Scott)

πομποστολέω: (στέλλω) περιάγω ἐν πομπῇ, πομποστολεῖται τὰ ἱερὰ Στράβ. 659· π. τὸ σκάφος, ὁδηγῶ τὸ σκάφος, Λουκ. Ἔρωτ. 11. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 273.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 porter en procession;
2 envoyer en expédition (un navire, une flotte).
Étymologie: πομπός, στολή.

Greek Monotonic

πομποστολέω: μέλ. -ήσω, προπορεύομαι σε ιερή πομπή, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

πομποστολέω: сопровождать, вести (τὸ σκάφος Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πομποστολέω [πομπή, στέλλω] (in) processie begeleiden: met acc.. π. τὸ σκάφος het schip in processie begeleiden [Luc.] 49.11.

Middle Liddell

πομπο-στολέω, fut. -ήσω
to lead in procession, Strab.