ψαλιδόστομος: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ψᾰλῐδόστομος:''' со ртом как ножницы, клещеротый (καρκίνοι Batr.). | |elrutext='''ψᾰλῐδόστομος:''' [[со ртом как ножницы]], [[клещеротый]] (καρκίνοι Batr.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ψᾰλῐδό-στομος, ον,<br />nipper-mouthed, of a [[crab]], Batr. | |mdlsjtxt=ψᾰλῐδό-στομος, ον,<br />nipper-mouthed, of a [[crab]], Batr. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A nipper-mouthed, Com. epithet of crabs, Batr.295.
German (Pape)
[Seite 1390] Scheermund, kom. Beiw. der Taschenkrebse, Batr. 297.
Greek (Liddell-Scott)
ψᾰλιδόστομος: -ον, ὁ ἔχων στόμα ὅμοιον ψαλίδι, κωμικὸν ἐπίθ. καρκίνου, Βατραχομ. 297.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont la bouche est une pince, dont la bouche est armée de pinces (crabe).
Étymologie: ψαλίς, στόμα.
Greek Monolingual
-ον, Α
(στον Αριστοφ.) (ως κωμικός χαρακτηρισμός του κάβουρα) αυτός που το στόμα του μοιάζει με ψαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίς, -ίδος + -στομος (< στόμα), πρβλ. χαλκό-στομος].
Greek Monotonic
ψᾰλῐδόστομος: -ον, αυτός που έχει στόμα σαν ψαλίδα, λέγεται για τον κάβουρα, σε Βατραχομ.
Russian (Dvoretsky)
ψᾰλῐδόστομος: со ртом как ножницы, клещеротый (καρκίνοι Batr.).
Middle Liddell
ψᾰλῐδό-στομος, ον,
nipper-mouthed, of a crab, Batr.