ἄτρεστος: Difference between revisions
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἄτρεστος:''' бестрепетный, бесстрашный ([[καρδία]] Aesch.; μάχης Aesch. и ἐν μάχαις Soph.; ἀτειρὴς καὶ ἄ. Plat.). | |elrutext='''ἄτρεστος:''' [[бестрепетный]], [[бесстрашный]] ([[καρδία]] Aesch.; μάχης Aesch. и ἐν μάχαις Soph.; ἀτειρὴς καὶ ἄ. Plat.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[τρέω]]<br />not [[trembling]], unfearing, [[fearless]], Lat. [[intrepidus]], Trag.: c. gen., ἄτρ. μάχας [[fearless]] of [[fight]], Aesch.; so, ἄτρ. ἐν μάχαις Soph.; ἄτρ. εὕδειν [[securely]], Soph.:—also neut. pl. ἄτρεστα as adv., Eur. | |mdlsjtxt=[[τρέω]]<br />not [[trembling]], unfearing, [[fearless]], Lat. [[intrepidus]], Trag.: c. gen., ἄτρ. μάχας [[fearless]] of [[fight]], Aesch.; so, ἄτρ. ἐν μάχαις Soph.; ἄτρ. εὕδειν [[securely]], Soph.:—also neut. pl. ἄτρεστα as adv., Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, (τρέω) A not trembling, fearless, Trag., and Pl.Cra.395c: c. gen., ἄ. μάχας fearless of fight, A.Pr.416 (lyr.); ἄ. ἐν μάχαις S.Aj. 365 (lyr.); ἄ. εὕδειν securely, Id.OT586. Adv. -τως A.Supp.240: neut. pl. ἄτρεστα as adverb, E.Ion1198.
German (Pape)
[Seite 388] nicht zitternd, unerschrocken, bes. Tragg., καρδία Aesch. Ag. 1375; μάχης Prom. 414; ἐν μάχαις Soph. Ai. 358; σὺν φόβοις entggstzt O. R. 586; ἄτρεστα adverbial Eur. Ion. 1198; so sp. D.; auch Plat. Crat. 395 b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne tremble pas, intrépide ; ἄτρεστος μάχας ESCHL sans crainte du combat;
2 tranquille ; adv. • ἄτρεστα tranquillement.
Étymologie: ἀ, τρέω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἄτρηστος Pan 16.4 (I d.C.)
I 1que no tiembla, intrépido ἀτρέστῳ κραδίᾳ ... λέγω A.A.1402, παρθένοι μάχας ἄτρεστοι A.Pr.416, ὁρᾷς ... τὸν ἐν δαΐοις ἄτρεστον μάχαις S.Ai.365, Λακεδαίμων Amyntas SHell.44.1, Pan l.c., ἄ. ... στρατηγός D.Chr.4.108
•subst. τὸ ἄ. intrepidez τῆς ἐπιχειρήσεως Luc.Musc.Enc.5.
2 tranquilo ἄτρεστον εὕδοντ' S.OT 586
•neutr. como adv. tranquilamente Λοξίου γὰρ ἐν δόμοις ἄτρεστα ναίουσ' E.Io 1198.
II adv. -ως intrépidamente μολεῖν ἔτλητ' ἀ. A.Supp.240.
• Etimología: Deriv. de τρέω q.u. c. ἀ- priv.
Greek Monolingual
ἄτρεστος, -ον (Α) τρέω
1. αυτός που δεν τρέμει, άτρομος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἄτρεστον ή ἄτρεστα
άφοβα.
Greek Monotonic
ἄτρεστος: -ον (τρέω), αυτός που δεν τρέμει, άφοβος, ατρόμητος, Λατ. intrepidus, σε Τραγ.· με γεν., ἄτρεστος μάχας, άφοβος στη μάχη, σε Αισχύλ.· ομοίως, ἄτρεστος ἐν μάχαις, σε Σοφ.· ἄτρεστος εὕδειν, με ασφάλεια, στον ίδ.· επίσης, ουδ. πληθ. ἄτρεστα ως επίρρ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄτρεστος: бестрепетный, бесстрашный (καρδία Aesch.; μάχης Aesch. и ἐν μάχαις Soph.; ἀτειρὴς καὶ ἄ. Plat.).
Middle Liddell
τρέω
not trembling, unfearing, fearless, Lat. intrepidus, Trag.: c. gen., ἄτρ. μάχας fearless of fight, Aesch.; so, ἄτρ. ἐν μάχαις Soph.; ἄτρ. εὕδειν securely, Soph.:—also neut. pl. ἄτρεστα as adv., Eur.