ἰσοϋψής: Difference between revisions
From LSJ
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3 $4") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἰσοϋψής:''' столь же высокий, равный по высоте ([[κλῖμαξ]] ἰ. τῷ τείχει Polyb.). | |elrutext='''ἰσοϋψής:''' [[столь же высокий]], [[равный по высоте]] ([[κλῖμαξ]] ἰ. τῷ τείχει Polyb.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 20 August 2022
English (LSJ)
ές, A of equal height, Euc.11.34,al.; τείχει, νεῷ, Plb.8.4.4, Str.17.1.28:—also ἰσό-ϋψος, ον, Gal.18(1).757.
German (Pape)
[Seite 1268] ές, gleich hoch; κλίμακα ἰσοϋψῆ τῷ τείχει Pol. 8, 6, 4, a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοϋψής: -ές, ἔχων ἴσον ὕψος, κλίμακα ἰσοϋψῆ τῷ τείχει Πολύβ. 8. 6, 4.
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ ἰσοϋψής, -ές)
αυτός που έχει ίσο ύψος με κάποιον άλλο («ισοϋψή δένδρα»)
νεοελλ.
φρ. 1) «ισοϋψή σημεία» — τα σημεία που έχουν την ίδια απόσταση από ένα επίπεδο αναφοράς ή το ίδιο υψόμετρο
2) «ισοϋψής καμπύλη» — καμπύλη που σε έναν τοπογραφικό χάρτη ή σε διάγραμμα ενώνει τα σημεία τα οποία έχουν το ίδιο υψόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ύψος].
Russian (Dvoretsky)
ἰσοϋψής: столь же высокий, равный по высоте (κλῖμαξ ἰ. τῷ τείχει Polyb.).