καλαμώδης: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κᾰλᾰμώδης:''' заросший тростником ([[λίμνη]] Anth.): τὰ τῶν λιμνῶν τὰ καλαμώδη Arst. тростниковые заросли на болотах.
|elrutext='''κᾰλᾰμώδης:''' [[заросший тростником]] ([[λίμνη]] Anth.): τὰ τῶν λιμνῶν τὰ καλαμώδη Arst. тростниковые заросли на болотах.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰλᾰμ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />like [[reed]], [[full]] of reeds, Anth.
|mdlsjtxt=κᾰλᾰμ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />like [[reed]], [[full]] of reeds, Anth.
}}
}}

Revision as of 13:10, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰμώδης Medium diacritics: καλαμώδης Low diacritics: καλαμώδης Capitals: ΚΑΛΑΜΩΔΗΣ
Transliteration A: kalamṓdēs Transliteration B: kalamōdēs Transliteration C: kalamodis Beta Code: kalamw/dhs

English (LSJ)

ες, A rushy, full of reeds, τὰ κ. Arist.HA550b7, 568a21; κ. λίμνη AP7.365 (Zonas); κ. τόπος D.C.63.28; of a reedy character, Thphr.HP1.6.7, al.

German (Pape)

[Seite 1307] ες, mit Rohr bewachsen; τὰ λιμνῶν καλαμώδη Arist. H. A. 6, 14; λίμνη Zon. 7 (VII, 365). Vgl. καλαμαδίας.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
plein de roseaux.
Étymologie: κάλαμος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (AM καλαμώδης, -ες)
(για τόπους) κατάφυτος με καλάμια
νεοελλ.
1. όμοιος με καλάμι, καλαμοειδής
2. φρ. «καλαμώδη φυτά» — τα φυτά που έχουν ξυλώδη και με γόνατα (κόμπους) βλαστό, ο οποίος μοιάζει με στέλεχος του καλαμιού, όπως τα σιτηρά κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -ώδης (πρβλ. θυελλώδης, κυματώδης)].

Greek Monotonic

κᾰλᾰμώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με καλάμι, γεμάτος καλάμια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλᾰμώδης: заросший тростником (λίμνη Anth.): τὰ τῶν λιμνῶν τὰ καλαμώδη Arst. тростниковые заросли на болотах.

Middle Liddell

κᾰλᾰμ-ώδης, ες εἶδος
like reed, full of reeds, Anth.