εὐκαθαίρετος: Difference between revisions
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐκαθαίρετος:''' легко победимый (Σικελιῶται Thuc.). | |elrutext='''εὐκαθαίρετος:''' [[легко победимый]] (Σικελιῶται Thuc.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:10, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A easy to conquer, Th.7.18 (Comp.); easily exhausted, δυνάμεις Herod.Med. ap. Orib.5.30.11; unstable, τύχη, πρᾶγμα, Vett.Val.175.30,212.21.
German (Pape)
[Seite 1073] leicht herunterzureißen, zu überwältigen, Thuc. 7, 18, im comparat.; auch Sp., wie D. C. 47, 37.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκαθαίρετος: -ον, εὐκόλως καταβαλλόμενος, ἡττώμενος, Θουκ. 7. 18, Δίων Κ. 47. 37· ὁ εὐκόλως καταλυόμενος, Βασίλ. τ. 1. σ. 1036Β· ἐπὶ τείχους, τὸ εὐκόλως καταρριπτόμενον, Πολυδ. Α΄, 170.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à renverser, à conquérir;
Cp. εὐκαθαιρετώτερος.
Étymologie: εὖ, καθαιρέω.
Greek Monolingual
εὐκαθαίρετος, -ον (Α)
1. (για τείχος) αυτό που γκρεμίζεται εύκολα
2. αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα («οὗτος οὐκ εὐκαθαίρετος ἔδοξεν εἶναι σφίσι», Δίων Κάσσ.)
3. αυτός που εξαντλείται εύκολα
4. ασταθής, ευμετάβλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καθαιρετός < καθαιρώ].
Greek Monotonic
εὐκαθαίρετος: -ον, αυτός που κατακτιέται, νικιέται εύκολα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
εὐκαθαίρετος: легко победимый (Σικελιῶται Thuc.).
Middle Liddell
εὐ-καθαίρετος, ον
easy to conquer, Thuc.