κροκόω: Difference between revisions
ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κροκόω:''' обвивать (κισσῷ [[μέτωπον]] κεκροκωμένον ἔχειν Anth.). | |elrutext='''κροκόω:''' [[обвивать]] (κισσῷ [[μέτωπον]] κεκροκωμένον ἔχειν Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κροκόω]], fut. -ώσω [[κρόκος]]<br />to [[crown]] with [[yellow]] ivy, Anth. | |mdlsjtxt=[[κροκόω]], fut. -ώσω [[κρόκος]]<br />to [[crown]] with [[yellow]] ivy, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 20 August 2022
English (LSJ)
A crown with yellow ivy (cf. κροκόεις 1), AP13.29 (Nicaenet., Pass.). II (κρόκη) weave, Dionys. ap. St.Byz.s.v. Δαρσανία. 2 wrap in wool, Phot.
German (Pape)
[Seite 1512] 1) (κρόκος), mit Saffran bekränzen, εἶχε δὲ κιττῷ μέτωπον οἷα καὶ σὺ κεκροκωμένον Nicaenet. 4 (XIII, 29), wo an ein Farben mit Saffran nicht ni denken. – 2) (κρόκη), bei Phot. u. B. A. 273, in den Mysterien, τὴν δεξιὰν χεῖρα καὶ τὸν πόδα κρόκῃ ἀναδεῖσθαι, mit den Einschlagsfäden umwickeln. – Auch = den Einschlag in den Aufzug bringen, weben, Dion. Per. fr. 13. – S. auch κροκωτός.
Greek (Liddell-Scott)
κροκόω: (κρόκος) στέφω διὰ τοῦ κιτρίνου κισσοῦ (πρβλ. κροκόεις), Ἀνθ. Π. 13. 29. ΙΙ. (κρόκη) τεριτυλίσσω δι’ ἐρίου (κρόκης), «κροκοῦν: οἱ μύσται ὡς φασὶ κρόκῃ τὴν δεξιὰν χεῖρα καὶ τὸν πόδα ἀναδοῦνται· καὶ λέγεται τοῦτο κροκοῦν· οἱ δὲ ὅτι ἐνίοτε κρόκῳ καθαίρονται» Φωτίου Λεξικ.· καθόλου, ὑφαίνω, Διον. Π. Ἀποσπάσ. 13.
French (Bailly abrégé)
1-ῶ :
1 tisser;
2 envelopper comme d’un voile, couronner.
Étymologie: κρόκη.
2-ῶ :
couronner de safran LSJ.
Étymologie: κρόκος.
Greek Monotonic
κροκόω: μέλ. -ώσω (κρόκος), στεφανώνω με κίτρινο κισσό, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κροκόω: обвивать (κισσῷ μέτωπον κεκροκωμένον ἔχειν Anth.).