μετάδρομος: Difference between revisions
Θεοῦ δὲ πληγὴν οὐχ ὑπερπηδᾷ βροτός → Haud ullus umquam transilit plagam die → Kein Sterblicher springt weiter als des Gottes Schlag
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μετάδρομος:''' преследующий по пятам (μετάδρομοι κακῶν πανουργημάτων κύνες Soph. - об Эриниях). | |elrutext='''μετάδρομος:''' [[преследующий по пятам]] (μετάδρομοι κακῶν πανουργημάτων κύνες Soph. - об Эриниях). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μετά]]-δρομος, ον<br />[[running]] [[after]], [[taking]] [[vengeance]] for a [[thing]], c. gen., Soph. | |mdlsjtxt=[[μετά]]-δρομος, ον<br />[[running]] [[after]], [[taking]] [[vengeance]] for a [[thing]], c. gen., Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A running after, pursuing, taking vengeance for, μ. πανουργημάτων κύνες S.El.1387 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 146] nachlaufend, verfolgend, mit dem Nebenbegriff der Rache, von den Erinyen, πανουργημάτων μετάδρομοι κύνες, Soph. El. 1379.
Greek (Liddell-Scott)
μετάδρομος: -ον, ὁ τρέχων κατόπιν, καταδιώκων, ἐκδικούμενος διά τι, τιμωρός, πανουργημάτων κ. κύνες Σοφ. Ἠλ. 1387.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui poursuit surtout à propos de chiens de chasse, gén..
Étymologie: μεταδραμεῖν.
Greek Monolingual
μετάδρομος, -ον (ΑM)
1. αυτός που τρέχει πίσω από κάποιον, που καταδιώκει κάποιον
2. αυτός που εκδικείται για κάτι, ο εκδικητής, ο τιμωρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + δρόμος (πρβλ. διά-δρομος, παρά-δρομος)].
Greek Monotonic
μετάδρομος: -ον, αυτός που καταδιώκει κάποιον, που παίρνει εκδίκηση για κάτι, με γεν., σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
μετάδρομος: преследующий по пятам (μετάδρομοι κακῶν πανουργημάτων κύνες Soph. - об Эриниях).
Middle Liddell
μετά-δρομος, ον
running after, taking vengeance for a thing, c. gen., Soph.