πενταέτηρος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πενταέτηρος:''' пятилетний ([[βοῦς]], ὗς Hom.).
|elrutext='''πενταέτηρος:''' [[пятилетний]] ([[βοῦς]], ὗς Hom.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 13:27, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντᾰέτηρος Medium diacritics: πενταέτηρος Low diacritics: πενταέτηρος Capitals: ΠΕΝΤΑΕΤΗΡΟΣ
Transliteration A: pentaétēros Transliteration B: pentaetēros Transliteration C: pentaetiros Beta Code: pentae/thros

English (LSJ)

ον, poet. for sq., A five years old, βοῦς Il.2.403, 7.315; ὗς Od.14.419, cf. PMasp.5.11 (vi A. D.). II = πενταετηρικός, τῶν Πτωΐων τῶν π. BCH44.251 (i B. C.).

German (Pape)

[Seite 556] poet. statt πενταετής, fünfjährig, βοῦς, ὗς, Il. 2, 403 Od. 14, 419, u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

πενταέτηρος: -ον, (ἔτος), ποιητικ. ἀντὶ πενταετής, ὁ ἔχων ἡλικίαν πέντε ἐτῶν, βοῦς Ἰλ. Β. 403, Ζ. 315· ὗς Ὀδ. Ξ. 419.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 de cinq ans, âgé de cinq ans;
2 qui dure cinq ans.
Étymologie: πενταετής.

English (Autenrieth)

(ϝέτος): five years old.

Greek Monolingual

και πενθέτηρος, -ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που έχει ηλικία πέντε ετών, πενταετής
2. πενταετηρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -έτ-ηρος (< ἔτος), πρβλ. δεκα-έτηρος].

Greek Monotonic

πενταέτηρος: -ον (ἔτος), ποιητ. αντί πενταετής, πέντε χρόνων στην ηλικία, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

πενταέτηρος: пятилетний (βοῦς, ὗς Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πενταέτηρος -ον [πεντα-, ἔτος] vijf jaar oud.

Middle Liddell

πεντα-έτηρος, ον, ἔτος [poetic for πενταετής
five years old, Hom.