πενθητήριος: Difference between revisions
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πενθητήριος:''' скорбный ([[πλόκαμος]] Aesch.). | |elrutext='''πενθητήριος:''' [[скорбный]] ([[πλόκαμος]] Aesch.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:30, 20 August 2022
English (LSJ)
α, ον, A mourning, of mourning or in sign of mourning, πλόκαμος A.Ch.7; πενθητήριοι βόθροι = trenches in which mourners lay, Ion Trag.54.
German (Pape)
[Seite 555] zum Klagen oder Trauern gehörig; πλόκαμος, Aesch. Ch. 8; βόθροι, Ion trag. bei Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πενθητήριος: -α, -ον, ὁ εἰς σημεῖον πένθους, Αἰσχύλ. Χο. 8.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne le deuil, de deuil.
Étymologie: πενθητήρ.
Greek Monolingual
-ία, -ον, ΜΑ πενθητήρ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θρήνο, στο πένθος («πλόκαμον... πενθητήριον», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
πενθητήριος: -α, -ον (πενθέω), αυτός που αναφέρεται ή έρχεται ως ένδειξη πένθους, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πενθητήριος: скорбный (πλόκαμος Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πενθητήριος -α -ον [πενθητήρ] rouw-, ten teken van rouw.
Middle Liddell
πενθητήριος, η, ον πενθέω
of or in sign of mourning, Aesch.