παραψήχω: Difference between revisions
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παραψήχω:''' вытирать (τοὺς τοίχους Plut.). | |elrutext='''παραψήχω:''' [[вытирать]] (τοὺς τοίχους Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:35, 20 August 2022
English (LSJ)
A rub at the side, τὸ ὄμμα Ael.NA9.16. II smooth down, τοὺς τοίχους Plu.2.641e.
German (Pape)
[Seite 509] an der Seite leise od. sanft abreiben; τοὺς τοίχους, Plut. Symp. 2, 7; Ael. H. A. 9, 16; – streicheln, u. übertr. auch mit Worten schmeicheln, Callim. Cer. 46. S. παραψύχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
παραψήχω: τρίβω κατὰ τὰ πλάγια, παραψήχων τὸ ὄμμα Αἰλ. π. Ζ. 9. 16. ΙΙ. λειαίνω, καθιστῶ τι λεῖον, τοὺς τοίχους Πλούτ. 2. 641Ε. 2) μεταφορ., θωπεύω, καθησυχάζω, φᾶ δὲ παραψήχοισα κακὸν καὶ ἀναιδέα φῶτα Καλλ. εἰς Δήμ. 46 (κοινῶς παραψύχοισα).
French (Bailly abrégé)
nettoyer en frottant de côté, acc..
Étymologie: παρά, ψήχω.
Greek Monolingual
Α
1. τρίβω ελαφρά προς τα πλάγια («παραψήχων τὸ ὄμμα», Αιλιαν.)
2. καθιστώ λείο κάτι («παραψήχειν τοὺς τοίχους», Πλούτ.)
3. καταπραΰνω, καθησυχάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ψήχω «χαϊδεύω, τρίβω»].
Russian (Dvoretsky)
παραψήχω: вытирать (τοὺς τοίχους Plut.).