μυρίανδρος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μῡρίανδρος:''' вмещающий десять тысяч человек ([[πόλις]] Plat.; [[θέατρον]] Luc.).
|elrutext='''μῡρίανδρος:''' [[вмещающий десять тысяч человек]] ([[πόλις]] Plat.; [[θέατρον]] Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῡρί-ανδρος, ον [[ἀνήρ]]<br />containing 10, 000 inhabitants, Arist.
|mdlsjtxt=μῡρί-ανδρος, ον [[ἀνήρ]]<br />containing 10, 000 inhabitants, Arist.
}}
}}

Revision as of 13:40, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐανδρος Medium diacritics: μυρίανδρος Low diacritics: μυρίανδρος Capitals: ΜΥΡΙΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: myríandros Transliteration B: myriandros Transliteration C: myriandros Beta Code: muri/andros

English (LSJ)

ον, A containing 10,000 men or inhabitants, πόλεις Isoc.12.257, cf. Pl.Ep.337c, Arist.Pol.1267b31, D.S.11.49, al.; πλῆθος Ph.1.81; θέατρον Luc.Nigr.18.

German (Pape)

[Seite 219] mit zehntausend Männern, so viel Menschen fassend; πόλις, Plat. Ep. VII, 337 c; Arist. pol. 2, 8; θέατρον, Luc. Nigr. 18; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῡρίανδρος: -ον, περιέχων 10,000 ἄνδρας ἢ κατοίκους, μυριάνδρῳ πόλει Πλάτ. Ἐπιστ. 337Ε· πόλιν τῷ πλήθει μυρίανδρον Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 2· θέατρον Λουκ. Νιγρ. 18, κτλ. 2) ὁ ἔχων πλῆθος μέγα κατοίκων, πολυάνθρωπος, Ἱσοκρ. 286Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui contient ou peut contenir 10 000 hommes.
Étymologie: μυρίοι, ἀνήρ.

Greek Monolingual

μυρίανδρος, -ον (Α)
1. αυτός που περιλαμβάνει δέκα χιλιάδες άνδρες ή κατοίκους
2. (για πόλη) αυτός που έχει μεγάλο πλήθος κατοίκων, ο πολυπληθής, ο πολυάνθρωπος («κατεσκεύαζε δὲ τὴν πόλιν τῷ πλήθει μὲν μυρίανδρον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -ανδρος (< ἀνήρ, ανδρός), πρβλ. χιλί-ανδρος].

Greek Monotonic

μῡρίανδρος: -ον (ἀνήρ), λέγεται για πόλη, αυτή που χωράει 10.000 κατοίκους, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

μῡρίανδρος: вмещающий десять тысяч человек (πόλις Plat.; θέατρον Luc.).

Middle Liddell

μῡρί-ανδρος, ον ἀνήρ
containing 10, 000 inhabitants, Arist.