ὀξυγώνιος: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀξῠγώνιος:''' остроугольный ([[μάχαιρα]] Arst.).
|elrutext='''ὀξῠγώνιος:''' [[остроугольный]] ([[μάχαιρα]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 14:50, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξυγώνιος Medium diacritics: ὀξυγώνιος Low diacritics: οξυγώνιος Capitals: ΟΞΥΓΩΝΙΟΣ
Transliteration A: oxygṓnios Transliteration B: oxygōnios Transliteration C: oksygonios Beta Code: o)cugw/nios

English (LSJ)

ον, A acute-angled, Arist.Top.107a17, Cael.307a2, Euc.1Def.21, Onos.10.16 : neut. as substantive, acuteangled body, Epicur.Ep.2p.50U. (pl.).

German (Pape)

[Seite 352] spitzwinkelig; μάχαιρα ὀξεῖα, Arist. topic., 15, öfter; τρίγωνον, Euclid.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠγώνιος: -ον, ὁ ἔχων ὀξεῖαν γωνίαν, Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 13, π. Οὐρ. 3. 8, 6, Εὐκλ.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ὀξυγώνιος, -ον)
αυτός που έχει οξεία γωνία
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το οξυγώνιο
μαθημ. τρίγωνο με όλες τις γωνίες του οξείες
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. σώμα με οξείες γωνίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + γωνία (πρβλ. αμβλυ-γώνιος].

Russian (Dvoretsky)

ὀξῠγώνιος: остроугольный (μάχαιρα Arst.).