παρακελευστός: Difference between revisions

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''παρακελευστός:''' привлеченный на свою сторону, являющийся сторонником: οἱ παρακελευστοὶ τῷ [[αὐτῷ]] [[ἀνδρί]] Thuc. приверженцы этого человека.
|elrutext='''παρακελευστός:''' [[привлеченный на свою сторону]], [[являющийся сторонником]]: οἱ παρακελευστοὶ τῷ [[αὐτῷ]] [[ἀνδρί]] Thuc. приверженцы этого человека.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παρακελευστός]], ή, όν<br />summoned, of a [[packed]] [[audience]], Thuc.
|mdlsjtxt=[[παρακελευστός]], ή, όν<br />summoned, of a [[packed]] [[audience]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 14:55, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακελευστός Medium diacritics: παρακελευστός Low diacritics: παρακελευστός Capitals: ΠΑΡΑΚΕΛΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: parakeleustós Transliteration B: parakeleustos Transliteration C: parakelefstos Beta Code: parakeleusto/s

English (LSJ)

ή, όν, A summoned, of a packed audience, Th.6.13.

German (Pape)

[Seite 482] zugerufen; auch = durch Zusammenrottung einer Partei zu einem Amte im Staate erwählt, Thuc. 6, 13, zw.; Sp., wie D. Cass. 39, 18.

Greek (Liddell-Scott)

παρακελευστός: -ή, -όν, ὁ παρακελευσθείς, ὁ παρακεκλημένος μετὰ κελεύσεως, ἐπὶ παρεσκευασμένου ἀκροατηρίου ὅπως ἐγκρίνῃ ἢ κατακρίνῃ τι, Θουκ. 6. 13 (διάφ. γραφ. παρασκευαστούς)· ἴδε παρακέλευσις ΙΙ, καὶ πρβλ. παρακλητός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui prend parti pour, partisan.
Étymologie: παρακελεύω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παρακελεύομαι
(για ακροατήριο) αυτός που συγκροτήθηκε μετά από προτροπή ή παράκληση για να εγκρίνει ή να αποδοκιμάσει κάτι, ο φατριαστικά εκλεγμένος, ο εγκάθετος.

Greek Monotonic

παρακελευστός: -ή, -όν, συγκεντρωμένος, συναθροισμένος, λέγεται για συνωστισμένο και πολυπληθές ακροατήριο, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρακελευστός -ή -όν [παρακελεύω] aangespoord, opgeroepen:. ὁρῶν ἐνθάδε τῷ αὐτῷ ἀνδρὶ παρακελευστοὺς καθημένους nu ik hen hier als aanhangers van dezelfde man zie zitten Thuc. 6.13.1.

Russian (Dvoretsky)

παρακελευστός: привлеченный на свою сторону, являющийся сторонником: οἱ παρακελευστοὶ τῷ αὐτῷ ἀνδρί Thuc. приверженцы этого человека.

Middle Liddell

παρακελευστός, ή, όν
summoned, of a packed audience, Thuc.