νεόφονος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''νεόφονος:''' только что убитый: μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασι (= ἐν αἵμασι μητρὸς νεοφόνου) Eur. в крови только что убитой матери (Клитемнестры).
|elrutext='''νεόφονος:''' [[только что убитый]]: μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασι (= ἐν αἵμασι μητρὸς νεοφόνου) Eur. в крови только что убитой матери (Клитемнестры).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νεό-φονος, ον,<br />of [[blood]], [[fresh]]-[[shed]], Eur.
|mdlsjtxt=νεό-φονος, ον,<br />of [[blood]], [[fresh]]-[[shed]], Eur.
}}
}}

Revision as of 15:23, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόφονος Medium diacritics: νεόφονος Low diacritics: νεόφονος Capitals: ΝΕΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: neóphonos Transliteration B: neophonos Transliteration C: neofonos Beta Code: neo/fonos

English (LSJ)

ον, A lately killed: ν. αἷμα freshshed, E.El.1172.

German (Pape)

[Seite 245] frisch, eben erst getödtet, μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασι, für νεοφόνου, Eur. El. 1172.

Greek (Liddell-Scott)

νεόφονος: -ον, ὁ πρὸ μικροῦ φονευθείς, ν. αἷμα, ἀρτίως χυθέν, Εὐρ. Ἠλ. 1172.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tué récemment.
Étymologie: νέος, πεφνεῖν.

Greek Monolingual

νεόφονος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που φονεύθηκε πριν από λίγο
2. αυτός που ανήκει σε φόνο που έγινε πρόσφατα («μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + φόνος (< θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. αρτί-φονος, μελισσόφονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].

Greek Monotonic

νεόφονος: -ον, λέγεται για φρεσκοχυμένο αίμα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νεόφονος: только что убитый: μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασι (= ἐν αἵμασι μητρὸς νεοφόνου) Eur. в крови только что убитой матери (Клитемнестры).

Middle Liddell

νεό-φονος, ον,
of blood, fresh-shed, Eur.