ἀμετάβατος: Difference between revisions
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ἀ,") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> fil.<br /><b class="num">1</b> [[inmóvil]] (ὁ ἥλιος) οὐκ ἔστι δ' [[ἀκίνητος]] οὐδὲ ἀ. Cleom.2.1.71, (ὁ οὐρανός) οὐ μεταβαίνει τόπον ἐκ τόπου, ἀλλὰ μένει γε ἐν ταὐτῷ καὶ ἀ. λέγεται Simp.<i>in Ph</i>.611.5.<br /><b class="num">2</b> [[inmutable]] c. abstr. ἡ [[ἐνέργεια]] τοῦ νοῦ Procl.<i>in Euc</i>.214.1, Simp.<i>in Ph</i>.1162.6, cf. Procl.<i>in Ti</i>.2.243.19, ζωή Simp.<i>in Ph</i>.613.38, tb. subst. τὸ ἀμετάβατον τῶν ποιοτήτων Porph.<i>in Cat</i>.100.8.<br /><b class="num">3</b> subst. [[impenetrabilidad]] ἡ γὰρ κοινότης ἡ ὑπάρχουσα αὐτοῖς πρὸς τὰ ἀμετάβατα la comunidad que se da entre ellos (los átomos) en cuanto a su impenetrabilidad</i> Epicur.<i>Ep</i>.[2] 59.8.<br /><b class="num">II</b> gram.<br /><b class="num">1</b> del pronombre [[reflexivo]] op. τὰ μεταβατικά A.D.<i>Pron</i>.44.12, ἡ ἀ. κατὰ τὸ πρόσωπον [[ἀντωνυμία]] Sch.D.T.88.31.<br /><b class="num">2</b> del verbo [[intransitivo]] ῥῆμα Sch.D.T.89.4, cf. Priscian.<i>Inst</i>.552.25.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> fil. [[sin transición]] ἀκινήτως καὶ ἀ. sin movimiento ni transición</i> Procl.<i>Inst</i>.52.<br /><b class="num">2</b> gram. [[intransitivamente]] Sch.Ar.<i>Pl</i>.142, 158. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> fil.<br /><b class="num">1</b> [[inmóvil]] (ὁ ἥλιος) οὐκ ἔστι δ' [[ἀκίνητος]] οὐδὲ ἀ. Cleom.2.1.71, (ὁ οὐρανός) οὐ μεταβαίνει τόπον ἐκ τόπου, ἀλλὰ μένει γε ἐν ταὐτῷ καὶ ἀ. λέγεται Simp.<i>in Ph</i>.611.5.<br /><b class="num">2</b> [[inmutable]] c. abstr. ἡ [[ἐνέργεια]] τοῦ νοῦ Procl.<i>in Euc</i>.214.1, Simp.<i>in Ph</i>.1162.6, cf. Procl.<i>in Ti</i>.2.243.19, ζωή Simp.<i>in Ph</i>.613.38, tb. subst. τὸ ἀμετάβατον τῶν ποιοτήτων Porph.<i>in Cat</i>.100.8.<br /><b class="num">3</b> subst. [[impenetrabilidad]] ἡ γὰρ κοινότης ἡ ὑπάρχουσα αὐτοῖς πρὸς τὰ ἀμετάβατα la comunidad que se da entre ellos (los átomos) en cuanto a su impenetrabilidad</i> Epicur.<i>Ep</i>.[2] 59.8.<br /><b class="num">II</b> gram.<br /><b class="num">1</b> del pronombre [[reflexivo]] op. [[τὰ μεταβατικά]] A.D.<i>Pron</i>.44.12, ἡ ἀ. κατὰ τὸ πρόσωπον [[ἀντωνυμία]] Sch.D.T.88.31.<br /><b class="num">2</b> del verbo [[intransitivo]] ῥῆμα Sch.D.T.89.4, cf. Priscian.<i>Inst</i>.552.25.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> fil. [[sin transición]] ἀκινήτως καὶ ἀ. sin movimiento ni transición</i> Procl.<i>Inst</i>.52.<br /><b class="num">2</b> gram. [[intransitivamente]] Sch.Ar.<i>Pl</i>.142, 158. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀμετάβατος]], -ον) [[μεταβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει μεταβεί ή δεν μπορεί να μεταβεί [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον ήλιο ή τον ουρανό) αυτός που δεν μεταβάλλει [[θέση]], [[στάσιμος]], [[ακίνητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον διαβεί, να τον διασχίσει. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀμετάβατος]], -ον) [[μεταβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει μεταβεί ή δεν μπορεί να μεταβεί [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον ήλιο ή τον ουρανό) αυτός που δεν μεταβάλλει [[θέση]], [[στάσιμος]], [[ακίνητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον διαβεί, να τον διασχίσει. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:33, 22 August 2022
English (LSJ)
ον, A not changing place, stationary, ἥλιος Cleom.2.1; οὐρανός Simp.in Ph.611.5. Adv. -τως without transition, ἀκινήτως καὶ ἀ. Procl.Inst.52, cf. Simp. in Ph.1162.6. 2 Gramm., intransitive, ῥῆμα A.D.Pron.44.12, al. Adv. -τως intransitively, Sch.Ar.Pl. 158. II Pass., incapable of being traversed, i.e. unextended, Epicur. Ep.1p.18U.
German (Pape)
[Seite 122] intransitivum, ῥῆμα, Gramm. – Adv. -τως, wie ein intransit.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάβᾰτος: -ον, ὁ μὴ μεταβαίνων ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς ἄλλο μέρος, ἀμετάβατον ῥῆμα Γραμμ. Ἐπίρρ. -τως Σχόλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
t. de gramm. intransitif.
Étymologie: ἀ, μεταβαίνω.
Spanish (DGE)
-ον
I fil.
1 inmóvil (ὁ ἥλιος) οὐκ ἔστι δ' ἀκίνητος οὐδὲ ἀ. Cleom.2.1.71, (ὁ οὐρανός) οὐ μεταβαίνει τόπον ἐκ τόπου, ἀλλὰ μένει γε ἐν ταὐτῷ καὶ ἀ. λέγεται Simp.in Ph.611.5.
2 inmutable c. abstr. ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ Procl.in Euc.214.1, Simp.in Ph.1162.6, cf. Procl.in Ti.2.243.19, ζωή Simp.in Ph.613.38, tb. subst. τὸ ἀμετάβατον τῶν ποιοτήτων Porph.in Cat.100.8.
3 subst. impenetrabilidad ἡ γὰρ κοινότης ἡ ὑπάρχουσα αὐτοῖς πρὸς τὰ ἀμετάβατα la comunidad que se da entre ellos (los átomos) en cuanto a su impenetrabilidad Epicur.Ep.[2] 59.8.
II gram.
1 del pronombre reflexivo op. τὰ μεταβατικά A.D.Pron.44.12, ἡ ἀ. κατὰ τὸ πρόσωπον ἀντωνυμία Sch.D.T.88.31.
2 del verbo intransitivo ῥῆμα Sch.D.T.89.4, cf. Priscian.Inst.552.25.
III adv. -ως
1 fil. sin transición ἀκινήτως καὶ ἀ. sin movimiento ni transición Procl.Inst.52.
2 gram. intransitivamente Sch.Ar.Pl.142, 158.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀμετάβατος, -ον) μεταβαίνω
1. αυτός που δεν έχει μεταβεί ή δεν μπορεί να μεταβεί κάπου
αρχ.
1. (για τον ήλιο ή τον ουρανό) αυτός που δεν μεταβάλλει θέση, στάσιμος, ακίνητος
2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον διαβεί, να τον διασχίσει.