ὑμνητής: Difference between revisions
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' οῦ ὁ) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑμνητής:''' οῦ ὁ хвалитель (τινος Plat.). | |elrutext='''ὑμνητής:''' οῦ ὁ [[хвалитель]] (τινος Plat.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 15:45, 22 August 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one who sings of or praises, τυραννίδος Pl.R.568b; performer of hymns, IG22.2361.3.
German (Pape)
[Seite 1178] ὁ, Hymnensänger, Lobsänger, Lobredner, τῆς τυραννίδος Plat. Rep. VIII, 568 b, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑμνητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐξυμνῶν ἢ ἐπαινῶν, τυραννίδος Πλάτ. Πολ. 568Β.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui célèbre par ses chants, panégyriste.
Étymologie: ὑμνέω.
Greek Monolingual
ο / ὑμνητής, ΝΜΑ, θηλ. υμνήτρια Ν, θηλ. ὑμνήτρια και ὑμνήστρια και ὑμνητρίς, -ίδος, Α
1. αυτός που ψάλλει ύμνους
2. αυτός που εξυμνεί, που επαινεί, εγκωμιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμνῶ. Ο τ. ὑμνήστρια κατά το ὀρχήσ-τρια].
Greek Monotonic
ὑμνητής: -οῦ, ὁ (ὑμνέω), εξυμνητής, αυτός που επαινεί, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑμνητής: οῦ ὁ хвалитель (τινος Plat.).
Middle Liddell
ὑμνητής, οῦ, ὁ, ὑμνέω
a singer, praiser, Plat.