σφραγιστής: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' οῦ ὁ) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σφρᾱγιστής:''' οῦ ὁ хранитель печати: οἱ σφραγισταί Plut. сфрагисты (египетские жрецы, накладывавшие печати на жертвенных животных).
|elrutext='''σφρᾱγιστής:''' οῦ ὁ [[хранитель печати]]: οἱ σφραγισταί Plut. сфрагисты (египетские жрецы, накладывавшие печати на жертвенных животных).
}}
}}

Revision as of 15:45, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφρᾱγιστής Medium diacritics: σφραγιστής Low diacritics: σφραγιστής Capitals: ΣΦΡΑΓΙΣΤΗΣ
Transliteration A: sphragistḗs Transliteration B: sphragistēs Transliteration C: sfragistis Beta Code: sfragisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A sealer, title of Egyptian priests who sealed the victim before sacrifice, Plu.2.363b (cf. μοσχοσφραγιστής): also, witness who seals a will, BGU361 iii 13 (ii A.D., pl.).

German (Pape)

[Seite 1052] ὁ, = σφραγιστήρ, Plut. Is. et Os. 31.

Greek (Liddell-Scott)

σφρᾱγιστής: -οῦ, ὁ, ὁ σφραγίζων, ὄνομα Αἰγυπτίου ἱερέως, Πλούτ. 2. 363Β.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
celui qui scelle ; οἱ σφραγισταί corporation de prêtres égyptiens.
Étymologie: σφραγίζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ σφραγίζω
υπάλληλος που ενεργεί σφράγιση
αρχ.
1. τίτλος Αιγυπτίων ιερέων που σφράγιζαν το θύμα πριν από τη θυσία
2. μάρτυρας που υπογράφει και επισφραγίζει μία διαθήκη.

Russian (Dvoretsky)

σφρᾱγιστής: οῦ ὁ хранитель печати: οἱ σφραγισταί Plut. сфрагисты (египетские жрецы, накладывавшие печати на жертвенных животных).