αἱμυλία: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - " " to "") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''αἱμῠλία:''' ἡ учтивость, любезность (λόγου и ἐν τοῖς λόγοις Plut.). | |elrutext='''αἱμῠλία:''' ἡ [[учтивость]], [[любезность]] (λόγου и ἐν τοῖς λόγοις Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 10:45, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, (αἱμύλος) A wheedling, αἱ. καὶ χάρις Plu.Num.8, prob. in Phld.Rh.2.77 S.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμυλία: ἡ, (αἱμύλος) = ὁ ἐπίχαρις καὶ θελκτικὸς τρόπος, πρὸς δὲ καὶ ὁ δολερὸς τρόπος, Πλουτ. Νουμ. 8.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
grâce, charme, gentillesse.
Étymologie: αἱμύλος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 encanto, seducción, persuasión en el hablar αἱ. καὶ χάρις Plu.Num.8, cf. Aem.2, 2.16b, Phld.Rh.2.77, μηχανὴ ... ἴυγξ καὶ αἱ. Hld.7.10.3, ἀνάπαιστα ... ἐπιλέγοντες ... αἱμυλίας γέμοντα Alciphr.3.7.3.
2 verosimilitud, plausibilidad λόγοι αἱμυλίας τε καὶ κόμπου ἄγευστοι historias que no tienen el regusto de verosimilitud presuntuosa (de las griegas), Ael.NA 5.49.
3 en mal sent. como sinónimo de βωμολοχία chocarrería Sud.s.u. βωμολοχεύσαιτο.
Greek Monotonic
αἱμυλία: ἡ (αἱμύλος), απόκτηση ενός πράγματος, πανούργοι, δολεροί τρόποι, νίκη, κατάκτηση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
αἱμῠλία: ἡ учтивость, любезность (λόγου и ἐν τοῖς λόγοις Plut.).
Middle Liddell
αἱμύλος
winning, wily ways, Plut.