συνδημιουργός: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συνδημιουργός:''' ὁ сотрудник, помощник Plat.
|elrutext='''συνδημιουργός:''' ὁ [[сотрудник]], [[помощник]] Plat.
}}
}}

Revision as of 10:52, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδημιουργός Medium diacritics: συνδημιουργός Low diacritics: συνδημιουργός Capitals: ΣΥΝΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: syndēmiourgós Transliteration B: syndēmiourgos Transliteration C: syndimiourgos Beta Code: sundhmiourgo/s

English (LSJ)

ὁ,
A fellow-workman, fellow laborer, fellow labourer Pl. Lg.671d.
II Dor. συνδαμιοργοί, τοί, fellow-δαμιοργοί, of magistrates in Locris, IG9(1).335 (V B.C.).

German (Pape)

[Seite 1006] mit verfertigend, Mitschöpfer, Miturheber, τῶν νόμων Plat. Legg. II, 671 d.

Greek (Liddell-Scott)

συνδημιουργός: ὁ, ὁ συνδημιουργῶν, ὁ ὁμοῦ μετ’ ἄλλου δημιουργῶν τι, Πλάτ. Νόμ. 671D, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 616A.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ και δωρ. τ. συνδαμιοργός Α δημιουργός
1. αυτός που δημιουργεί μαζί με άλλον ή συγχρόνως με άλλον («ὁ Υἱὸς γέγονε συνδημιουργὸς τῷ Πατρί», Επιφάν.)
2. (ο δωρ. τ. στον πληθ.) τοί συνδαμιοργοί
(στους Λοκρούς) οι από κοινού άρχοντες.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-δημιουργός -οῦ, ὁ medewerker (van), collega (van), met dat.

Russian (Dvoretsky)

συνδημιουργός:сотрудник, помощник Plat.