μαστιγονόμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />inspecteur de police armé d’un fouet.<br />'''Étymologie:''' [[μάστιξ]], [[νέμω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />inspecteur de police armé d'un fouet.<br />'''Étymologie:''' [[μάστιξ]], [[νέμω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:50, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστῑγονόμος Medium diacritics: μαστιγονόμος Low diacritics: μαστιγονόμος Capitals: ΜΑΣΤΙΓΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: mastigonómos Transliteration B: mastigonomos Transliteration C: mastigonomos Beta Code: mastigono/mos

English (LSJ)

ον, A = μαστιγοφόρος, Plu.2.553a.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
inspecteur de police armé d'un fouet.
Étymologie: μάστιξ, νέμω.

Greek Monolingual

μαστιγονόμος, ον (Α)
κατώτερος αστυνομικός υπάλληλος ή κλητήρας εφοδιασμένος με μαστίγιο, ο οποίος είχε ως καθήκον την τήρηση της τάξης στα θέατρα, στους αγώνες και στις δημόσιες συγκεντρώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, -ιγος + νόμος (πρβλ. θαλασσονόμος, σιτονόμος)].

Russian (Dvoretsky)

μαστῑγονόμος:мастигоном, надсмотрщик с бичом Plut.