πελεκῖνος: Difference between revisions
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br /><b>1</b> pivert <i>ou pê</i> pélican, <i>oiseau</i>;<br /><b>2</b> <i>t. | |btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br /><b>1</b> pivert <i>ou pê</i> pélican, <i>oiseau</i>;<br /><b>2</b> <i>t. d'archit.</i> poutre en forme de hache.<br />'''Étymologie:''' [[πέλεκυς]].<br /><span class="bld">2</span>ου (ἡ) :<br />coronille <i>ou</i> séné bâtard, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πέλεκυς]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:10, 23 August 2022
English (LSJ)
ὁ, A pelican, Ar.Av.884, Dionys. Av.2.6. II axeweed, Securigera Coronilla, Hp.Mul.2.181, Thphr. HP8.8.3. 2 = ἡδύσαρον, Dsc.3.130, Gal. 11.883. 3 = ἱπποφαές, Ps.-Dsc.4.159. III in masonry and carpentry, dovetail, IG7.3073.171 (Lebad.), Ph. Bel. 66.36 (pl.), Aristeas 71 (pl.), Hero Bel.76.4, Aut.10.1.
German (Pape)
[Seite 550] ὁ, 1) ein Wasservogel von der Art des Pelikans, neben πελεκᾶς genannt, Ar. Av. 883. – 2) ein Unkraut, das in den Linsen wächst, securidaca, Theophr. u. Diosc. – 3) in der Baukunst eine eigene Art Holzverband, Schwalbenschwanz jetzt genannt, securicula, Vitruv. 4, 7, 4.
Greek (Liddell-Scott)
πελεκῖνος: ὁ, παρυδάτιόν τι πτηνὸν ἐκ τοῦ εἴδους τῶν πελεκάνων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 884, Ὄππ. Ἰξ. 2. 6˙ πρβλ. πελεκάν. ΙΙ. εἶδός τι φυτοῦ ἔχον σπέρμα ὅμοιον πελέκει, Λατ. securidaca, Ἱππ. 665. 48, «ἐν δὲ ταῖς ἀφάκαις (φιλεῖ γίνεσθαι) ὁ πελεκῖνος ὅμοιον τῇ ὄψει τῷ πελέκει» Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 3. Κατὰ Διοσκ. 3, 146 «ἡδύσαρον, τὸ ὑπὸ τῶν μυρεψῶν καλούμενον πελεκῖνος, θάμνος ἐστὶ φυλλάρια ἔχων ἐρεμβίνθῳ ὅμοια, λοβοὺς δὲ κερατίοις ἐοικότας, ἐν οἷς τὸ σπέρμα πυρρόν, ὅμοιον πελέκει ἀμφιστόμῳ, ὅθεν καὶ ὠνόμασται». ΙΙΙ. ἐν τῇ ξυλουργικῇ τέχνῃ, συναρμογή τις τῶν ξύλων «χελιδονουρά», Λατ. securicula, Βιτρούβ. 9. 9, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 251˙ ἐπίθ. πελεκῑνωτός, ή, όν, αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
1 pivert ou pê pélican, oiseau;
2 t. d'archit. poutre en forme de hache.
Étymologie: πέλεκυς.
2ου (ἡ) :
coronille ou séné bâtard, plante.
Étymologie: πέλεκυς.
Greek Monolingual
ο / πελεκῑνος, ΝΑ
σιδερένιος σύνδεσμος λίθων αρχαίων οικοδομημάτων σε σχήμα διπλού πελέκεως
αρχ.
1. είδος του πτηνού πελεκάνος («ὄρνισι... πορφυρίωνι καὶ πελεκᾱντι καὶ πελεκίνῳ», Αριστοφ.)
2. είδος φυτού του οποίου τα σπέρματα μοιάζουν με πέλεκυ
3. το φυτό ηδύσαρον
4. το φυτό ιπποφαές
5. (στην ξυλουργική τέχνη) είδος συναρμογής τών ξύλων με ψαλιδωτό σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πελεκάν, -ᾶνος + επίθημα -ῖνος (πρβλ. κορακ-ίνος, σταφυλ-ίνος). Τα φυτά ονομάστηκαν έτσι αφ' ενός λόγω του σχήματος τών σπερμάτων τους, αφ' εφετέρου λόγω του φυλλώματος στις κώχες τους].
Greek Monotonic
πελεκῖνος: ὁ, θαλάσσιο πουλί της οικογένειας των πελεκανιδών, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πελεκῖνος: ὁ Arph. = πελεκάν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πελεκῖνος -ου, ὁ [πέλεκυς] pelikaan.