στεροπηγερέτα: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble

Source
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=(ὁ) :<br />l’assembleur d’éclairs.<br />'''Étymologie:''' [[στεροπή]], [[ἀγείρω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[νεφεληγερέτα]].
|btext=(ὁ) :<br />l’assembleur d'éclairs.<br />'''Étymologie:''' [[στεροπή]], [[ἀγείρω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[νεφεληγερέτα]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 12:22, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεροπηγερέτα Medium diacritics: στεροπηγερέτα Low diacritics: στεροπηγερέτα Capitals: ΣΤΕΡΟΠΗΓΕΡΕΤΑ
Transliteration A: steropēgeréta Transliteration B: steropēgereta Transliteration C: steropigereta Beta Code: sterophgere/ta

English (LSJ)

ὁ, Ep. for Στεροπηγερέτης, either (from ἀγείρω, so Hsch., cf. ἀστεροπαγερέτας, νεφεληγερέτα), A he who gathers the lightning, or (from ἐγείρω), who rouses the lightning, Ζεύς Il.16.298, Nonn.D.8.370; Διὸς -έταο Q.S.2.164. [ᾰ in nom., except by position.]

German (Pape)

[Seite 938] ὁ, statt στεροπηγερέτης, der Blitzeversammler, od. nach Andern von ἐγείρω, der Blitzaufreger, der den Blitz weckt, Il. 16, 298 u. sp. D., wie Qu. Sm. 2, 164, Nonn. D. 8, 246. – [Α, an sich kurz, wird durch Position lang.]

Greek (Liddell-Scott)

στεροπηγερέτα: ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ στεροπηγερέτης. ἢ (ἐκ τοῦ ἀγείρω, πρβλ. νεφεληγερέτα), ὁ συνάγων ἀστραπὰς ἢ (ἐκ τοῦ ἐγείρω) ὁ ἐξεγείρων τὴν ἀστραπήν, Ζεὺς Ἰλ. Π. 298, Κόϊντ. Σμ. 2. 164, Ἡσύχ. [ᾰ, εἰ μὴ θέσει μακρόν].

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
l’assembleur d'éclairs.
Étymologie: στεροπή, ἀγείρω.
Par. νεφεληγερέτα.

English (Autenrieth)

(if from ἐγείρω) waker of lightning, (if from ἀγείρω) gatherer of lightning, lightning-compeller, Il. 16.298†.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(επικ. τ.) αυτός που συγκεντρώνει τις αστραπές ή αυτός που βάζει σε ενέργεια τις αστραπές («στεροπηγερέτα Ζευς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. με α' συνθετικό το ουσ. στεροπή «αστραπή» και β' συνθετικό είτε το ρ. ἀγείρω (πρβλ. νεφελ-ηγερέτα) είτε το ρ. ἐγείρω. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Για τους επικούς τ. ονομαστικής σε -ă βλ. λ. νεφεληγερέτα.

Greek Monotonic

στεροπηγερέτα: ὁ, Επικ. αντί στεροπηγερέτης, είτε (από ἀγείρω, πρβλ. νεφεληγερέτα), αυτός που συναθροίζει, συνάζει την αστραπή, είτε (από ἐγείρω), αυτός που εγείρει, που προκαλεί την αστραπή, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στεροπηγερέτα, ὁ [στεροπή, ἀγείρω of ἐγείρω] verzamelaar van bliksemschichten of opwekker van bliksem, bliksemslingeraar, epithet van Zeus.

Russian (Dvoretsky)

στεροπηγερέτα:ἐγείρω молниеметатель, по по друг. ἀγείρω молниесобиратель (эпитет Зевса Hom.).