ἐλλόβιον: Difference between revisions
Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings
m (Text replacement - "d’" to "d'") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />pendant | |btext=ου (τό) :<br />pendant d'oreilles.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[λοβός]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἄρτημα]], δίοπαι, [[ἕλιξ]]², [[ἕρμα]]². | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 13:01, 23 August 2022
English (LSJ)
τό, (λοβός) A that which is in the lobe of the ear, ear-ring, Nic. Dam.p.5 D., Luc.Gall.29, S.E.P.3.203, Them.Or.13.167d.
German (Pape)
[Seite 801] τό, der Ohrring, das Ohrgehänge, Luc. Gall. 29 u. öfter, wie a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλλόβιον: τό, (λοβὸς) τὸ τιθέμενον εἰς τὸν λοβὸν τοῦ ὠτός, ἐνώτιον, Λατ. inauris, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 29, Σέξτ. Ἐμπειρ. Π. 3. 203.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
pendant d'oreilles.
Étymologie: ἐν, λοβός.
Syn. ἄρτημα, δίοπαι, ἕλιξ², ἕρμα².
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Grafía: ἐνλ- Hsch.
• Grafía: graf. ἐλλώβ- Sud.
pendiente, zarcillo τὸν Βαβυλώνιον ... ἐλλόβια ἔχοντα Nic.Dam.4, τῇ γυναικὶ ἐ. ἐωνῆσθαι Luc.Gall.29, τό τε ἐλλόβια ἔχειν τοὺς ἄρρενας παρ' ἡμῖν μὲν αἰσχρόν ἐστι S.E.P.3.203, ἐν τοῖν ὤτοιν ἐλλόβια Luc.Dom.7, cf. Plu.2.693c, Clem.Al.Paed.2.12.129, Them.Or.13.167d, 18.218c, Hsch., Phot.ε 649.
Greek Monolingual
ἐλλόβιον, το (Α)
ενώτιον, σκουλαρίκι.
Greek Monotonic
ἐλλόβιον: τό (ἐν, λοβός), αυτό που τοποθετείται στο λοβό του αυτιού, ενώτιο, σκουλαρίκι, Λατ. inauris, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐλλόβιον: τό серьга с подвеской Luc., Plut., Sext.
Middle Liddell
ἐλλόβιον, ου, τό, [ἐν, λοβός
that which is in the lobe of the ear, an earring, Lat. inauris, Luc.