παρασκευαστής: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paraskevastis | |Transliteration C=paraskevastis | ||
|Beta Code=paraskeuasth/s | |Beta Code=paraskeuasth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, | |Definition=οῦ, ὁ, [[provider]], [[ἐπιθυμιῶν]] ib.<span class="bibl">518c</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:43, 23 August 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, provider, ἐπιθυμιῶν ib.518c.
German (Pape)
[Seite 498] ὁ, der vorbereitet, macht; ἐπιθυμιῶν, Plat. Gorg. 518 c; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρασκευαστής: -οῦ, ὁ, ὁ παρασκευάζων, παρέχων τι, τινος Πλάτ. Γοργ. 518C, κτλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui prépare : ministre, serviteur.
Étymologie: παρασκευάζω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
θηλ. -στρια, Ν παρασκευάζω
αυτός που παρασκευάζει κάτι
νεοελλ.
βαθμός του βοηθητικού προσωπικού του πανεπιστημίου, βοηθός καθηγητή ο οποίος ετοιμάζει την ύλη και τα όργανα τών πρακτικών ασκήσεων και πειραμάτων στα εργαστήρια.
Greek Monotonic
παρασκευαστής: -οῦ, ὁ, τροφοδότης, προμηθευτής, τινος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
παρασκευαστής: οῦ ὁ готовящий, обеспечивающий, поставщик: ἐπιθυμιῶν παρασκευασταὶ ἄνθρωποι Plat. люди, обслуживающие физические потребности (о булочниках, поварах и т. п.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρασκευαστής -οῦ [παρασκευάζω] leverancier.
Middle Liddell
παρασκευαστής, οῦ, ὁ, [from παρασκευάζω
a provider, τινος Plat.