πάνετες: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=panetes | |Transliteration C=panetes | ||
|Beta Code=pa/netes | |Beta Code=pa/netes | ||
|Definition=Adv., (ἔτος) | |Definition=Adv., (ἔτος) [[all the year long]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.20</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:15, 23 August 2022
English (LSJ)
Adv., (ἔτος) all the year long, Pi.P.1.20.
Greek (Liddell-Scott)
πάνετες: Ἐπίρρ. (ἔτος) ὁ καθ’ ὅλον τὸ ἔτος, Πινδ. Π. 1. 38. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 338.
French (Bailly abrégé)
adv.
durant toute l’année.
Étymologie: πᾶν, ἔτος.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. κατά τη διάρκεια ολόκληρου του έτους, ολοχρονίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ετες, ουδ. του -ετης (< ἔτος), πρβλ. εξά-ετες,, τρί-ετες. Ο αναβιβασμός του τόνου οφείλεται πιθ. στην επιρρμ. χρήση του τ.].
Greek Monotonic
πάνετες: επίρρ. (ἔτος), στη διάρκεια όλου του χρόνου, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
πάνετες: (ᾰ) adv. в течение всего года, круглый год Pind.